Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

στυγ-άνωρ

См. также в других словарях:

  • φυξάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός ή αυτή που αποφεύγει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. στυγ άνωρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε φυξανορία] …   Dictionary of Greek

  • στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»