-
1 δραχμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμός
-
2 δραχμοίσι
-
3 δραχμοῖσι
-
4 δραχμών
-
5 δραχμῶν
-
6 δεκάδραχμος
II Subst. δ., ὁ, taxpayer assessed at ten δραχμαί, ib. 118ii9 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάδραχμος
-
7 δωδεκάδραχμος
δωδεκά-δραχμος, ον,II privileged to pay as poll-tax only twelve dr., POxy.258.8 (i A.D.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάδραχμος
-
8 μονόδραχμος
μονό-δραχμος, ον,A of one drachma, PRyl. 221.19 (iii A. D.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόδραχμος
-
9 πεντάδραχμος
πεντά-δραχμος, ον,A of the weight or price of five drachmae, Hdt.6.89 ; π. συναλλάγματα to the amount of five drachmae, Arist.Pol. 1300b33 : π., το, piece of five drachmae, Poll.9.60 ; cf. πεντέδραχμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάδραχμος
-
10 πεντέδραχμος
πεντέ-δραχμος, ον,A at the price of five δραχμαί, μεδίμνους πυρῶν π. IG 22.360.9 ; σῖτος π. at the price of five δραχμαί per μέδιμνος, ib.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντέδραχμος
-
11 πεντηκοντάδραχμος
πεντηκοντά-δραχμος, ον,2 weighing fifty drachmae, IG 7.3498.26 (Orop.).II πεντηκοντάδραχμον, τό, gold coin nominally worth fifty silver drachmae, PCair. Zen. 22 (iii B. C.) ; at Cyrene, Poll.9.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντηκοντάδραχμος
-
12 τριακοντόδραχμος
τρῐᾱκοντό-δραχμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντόδραχμος
-
13 τρίδραχμος
τρί-δραχμος, ον,II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.).III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίδραχμος
-
14 ἑκατοντάδραχμος
ἑκᾰτοντά-δραχμος, ον,A weighing a hundred drachms, Gal. 13.491.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοντάδραχμος
-
15 ἑπτάδραχμος
ἑπτά-δραχμος, ον,A worth seven drachmae, Theoc.15.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάδραχμος
-
16 ὀγδοηκοντάδραχμος
ὀγδοηκοντά-δραχμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγδοηκοντάδραχμος
-
17 ὀκτάδραχμος
ὀκτά-δραχμος, ον,A worth eight drachmae, Epigr. ap. Dioph.5.30.2 privileged to pay only eight drachmae as poll-tax, Sammelb. 7440.6,32 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάδραχμος
-
18 ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκά-δραχμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτωκαιδεκάδραχμος
См. также в других словарях:
δραχμοῖσι — δραχμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογδοηκοντάδραχμος — ο (Α ὀγδοηκοντάδραχμος, ον) (για τιμή ή αξία) αυτός που ανέρχεται σε ογδόντα δραχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. εικοσά δραχμος] … Dictionary of Greek
οκτάδραχμος — ὀκτάδραχμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές 2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος φόρος οκτώ δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα… … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] … Dictionary of Greek
πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… … Dictionary of Greek
πεντακοσιόδραχμος — η, ο / πεντακοσιόδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές νεοελλ. 1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, αι, α… … Dictionary of Greek
πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα … Dictionary of Greek
τετράδραχμος — η, ο / τετράδραχμος, ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν) νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές… … Dictionary of Greek
τρίδραχμος — η, ο / τρίδραχμος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν) νόμισμα τριών δραχμών αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος φόρος τριών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά… … Dictionary of Greek
εξακοσιόδραχμος — η, ο αυτός που έχει αξία εξακοσίων δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + δραχμος < δραχμή. Η λ. εξακοσιάδραχμος μαρτυρείται από το 1891 στον Κωνστ. Αίσωπο] … Dictionary of Greek
μονόδραχμος — η, ο (Α μονόδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία μιας δραχμής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόδραχμο νόμισμα μιας δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δραχμος (< δραχμή)] … Dictionary of Greek