-
1 πεντηκοντά-δραχμος
πεντηκοντά-δραχμος, funfzig Drachmen werth, ἐπίδειξις, Plat. Crat. 384 b, wofür man 50 Drachmen bezahlen muß.
-
2 πεντά-δραχμος
πεντά-δραχμος, fünf Drachmen schwer od. werth; Her. 6, 89; Arist. pol. 4, 16 u. Sp.
-
3 τρί-δραχμος
τρί-δραχμος, drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.
-
4 τετρά-δραχμος
τετρά-δραχμος, vier Drachmen schwer, geltend, werth; – τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen, Plat. Ax. 366 c.
-
5 δω-δεκά-δραχμος
δω-δεκά-δραχμος, zwölf Drachmen werth, οἶνος Dem. 42, 20.
-
6 δί-δραχμος
δί-δραχμος, von zwei Drachmen ( δραχμή), zwei Drachmen werth, Arist. Oec. 2, 36 u. Sp.; δίδραχμοι ὁπλῖται, Thuc. 3, 17, die zwei Drachmen Sold täglich bekommen; τὸ δίδραχμον, eine Doppeldrachne, Poll., N. T.
-
7 ὀκτω-και-δεκά-δραχμος
ὀκτω-και-δεκά-δραχμος, achtzehn Drachmen schwer, werth, πωλῶν τὰς κριϑὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους, Dem. 42, 20.
-
8 ὀκτά-δραχμος
ὀκτά-δραχμος, acht Drachmen werth, schwer, Sp.
-
9 ἑπτά-δραχμος
ἑπτά-δραχμος, sieben Drachmen kostend, Theocr. 15, 19.
-
10 ἑκατοντά-δραχμος
ἑκατοντά-δραχμος, hundert Drachmen werth, Galen.
-
11 ἑξά-δραχμος
ἑξά-δραχμος, von sechs Drachmen; τιμή Arist. Oec. 2, 6; πωλεῖν ἑξαδράχμου, für sechs Drachmen verkaufen, 2, 7.
-
12 ἕκ-δραχμος
ἕκ-δραχμος, von sechs Drachmen, Hesych.
-
13 δίδραχμος
δί-δραχμος, von zwei Drachmen (δραχμή), zwei Drachmen wert; δίδραχμοι ὁπλῖται, die zwei Drachmen Sold täglich bekommen; τὸ δίδραχμον, eine Doppeldrachne -
14 δωδεκάδραχμος
-
15 ἑκατοντάδραχμος
-
16 ἕκδραχμος
-
17 ἑξάδραχμος
ἑξά-δραχμος, von sechs Drachmen; πωλεῖν ἑξαδράχμου, für sechs Drachmen verkaufen -
18 ἑπτάδραχμος
-
19 ὀκτάδραχμος
ὀκτά-δραχμος, acht Drachmen wert, schwer -
20 ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτω-και-δεκά-δραχμος, achtzehn Drachmen schwer, wert
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δραχμοῖσι — δραχμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογδοηκοντάδραχμος — ο (Α ὀγδοηκοντάδραχμος, ον) (για τιμή ή αξία) αυτός που ανέρχεται σε ογδόντα δραχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. εικοσά δραχμος] … Dictionary of Greek
οκτάδραχμος — ὀκτάδραχμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές 2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος φόρος οκτώ δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα… … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] … Dictionary of Greek
πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… … Dictionary of Greek
πεντακοσιόδραχμος — η, ο / πεντακοσιόδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές νεοελλ. 1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, αι, α… … Dictionary of Greek
πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα … Dictionary of Greek
τετράδραχμος — η, ο / τετράδραχμος, ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν) νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές… … Dictionary of Greek
τρίδραχμος — η, ο / τρίδραχμος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν) νόμισμα τριών δραχμών αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος φόρος τριών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά… … Dictionary of Greek
εξακοσιόδραχμος — η, ο αυτός που έχει αξία εξακοσίων δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + δραχμος < δραχμή. Η λ. εξακοσιάδραχμος μαρτυρείται από το 1891 στον Κωνστ. Αίσωπο] … Dictionary of Greek
μονόδραχμος — η, ο (Α μονόδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία μιας δραχμής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόδραχμο νόμισμα μιας δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δραχμος (< δραχμή)] … Dictionary of Greek