-
1 δίωγμα
A pursuit, chase, A.Eu. 139 (pl.), Plb.1.34.9, Onos. 10.6 (pl.); δ. πώλων, = τοὺς διώκοντ ας πώλους, E. Or. 988;ὑπ' ἀετοῦ δ. φεύγων Id.Hel.20
; δ. ξιφοκτόνον, i. e. the sword, ib. 354; τὰ πλούτου δ. eager pursuit of wealth, Pl.Plt. 310b.II that which is chased, X. Cyn.3.9.III a secret rite in the Thesmophoria, from which men were driven away, Hsch. -
2 διωγμείτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωγμείτης
-
3 διωγμητικά
διωγ-μητικά, τά,A fees, = Lat. persecutiones, Cod.Just.10.30.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωγμητικά
-
4 διωγμός
διωγ-μός, ὁ,A the chase, X. Cyr.1.4.21, etc.2 pursuit, D.S.4.13, al., Ael.Tact.34.4, Iamb.VP31.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωγμός
См. также в других словарях:
χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… … Dictionary of Greek