-
1 διωγμός
διωγ-μός, ὁ,A the chase, X. Cyr.1.4.21, etc.2 pursuit, D.S.4.13, al., Ael.Tact.34.4, Iamb.VP31.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωγμός
См. также в других словарях:
χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… … Dictionary of Greek