-
21 ποικιλος
31) пестрый, пятнистый(παρδαλέη Hom.; δράκων Pind.; νεβρίς Eur.)
2) разноцветный, расшитый или узорчатый(πέπλος Hom.; κιθών Her.)
3) покрытый резьбой, резной, разукрашенный(θώρηξ, δίφρος Hom.)
ποικίλοι τὰ νῶτα Xen. — с татуировкой на спинах4) раскрашенный, расписной(στοά Dem.)
5) разнообразный, различный(νοσήματα, ἡδοναί Plat.; ἐπιθυμίαι NT.)
6) сменяющийся(μῆνες Pind.)
7) изменчивый8) запутанный, сложный, мудреный, замысловатый(ἑλιγμοί Her.; νόμος Plat.; λόγος Arph.)
9) хитроумный, изворотливый, лукавый(Προμηθεύς Hes.; ἀλώπηξ Plat.; βουλεύματα Pind.)
10) искусно сделанный, искусный(δεσμός Hom.)
-
22 ρυσιδιφρος
-
23 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
24 χρυσοκολλητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίφρος — chariot board masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφρος — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης… … Dictionary of Greek
δίφρος — ο αρχαίο πολεμικό άρμα που μετέφερε τον ηνίοχο και τον πολεμιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίφρω — δίφρος chariot board masc nom/voc/acc dual δίφρος chariot board masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφρε — δίφρος chariot board masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφροι — δίφρος chariot board masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφροιο — δίφρος chariot board masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφροις — δίφρος chariot board masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφροισι — δίφρος chariot board masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφροισιν — δίφρος chariot board masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφρον — δίφρος chariot board masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)