Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δίσωμος

См. также в других словарях:

  • δίσωμος — βλ. δισώματος …   Dictionary of Greek

  • δίσωμον — δίσωμος masc/fem acc sg δίσωμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώμοις — δίσωμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώμου — δίσωμος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώμων — δίσωμος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώμῳ — δίσωμος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσωμα — δίσωμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίσωμοι — δίσωμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισώματος — και δίσωμος, η, ο (Α δισώματος και δίσωμος, ον) 1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα 2. αυτός που έχει δύο θαλάμους …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»