-
1 δίσωμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίσωμος
-
2 δίσωμον
δίσωμοςmasc /fem acc sgδίσωμοςneut nom /voc /acc sg -
3 δισώμοις
δίσωμοςmasc /fem /neut dat pl -
4 δισώμου
δίσωμοςmasc /fem /neut gen sg -
5 δισώμων
δίσωμοςmasc /fem /neut gen pl -
6 δίσωμα
δίσωμοςneut nom /voc /acc pl -
7 δίσωμοι
δίσωμοςmasc /fem nom /voc pl -
8 δισώμω
-
9 δισώμῳ
-
10 μονοειδής
μονο-ειδής, ές,A one in kind, simple, Pl.R. 612a, Phd. 78d, Smp. 211b, etc.;κτήσεις τῶν μ. Phld.Oec.p.72
J.; opp. δίσωμος, of ζῴδια, Ptol.Tetr. 119; unique, Pl.Ti. 59b, Dam.Pr. 151: [comp] Comp., Thphr.HP8.5.1; τὸ μ. uniformity, Plb.9.1.2. Adv. -, S.E.M.6.44, Iamb. Myst.1.3, etc.; in single kinds, severally,εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. Ep.2p.51U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοειδής
См. также в других словарях:
δίσωμος — βλ. δισώματος … Dictionary of Greek
δίσωμον — δίσωμος masc/fem acc sg δίσωμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμοις — δίσωμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμου — δίσωμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμων — δίσωμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώμῳ — δίσωμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσωμα — δίσωμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσωμοι — δίσωμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισώματος — και δίσωμος, η, ο (Α δισώματος και δίσωμος, ον) 1. (για θηρία και τέρατα) αυτός που έχει διπλό σώμα 2. αυτός που έχει δύο θαλάμους … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek