-
1 πλατύ-σωμος
πλατύ-σωμος, mit breitem Körper, Sp.
-
2 σύσ-σωμος
σύσ-σωμος, zu einem Körper verbunden, in einen Körper vereinigt, N. T.
-
3 τρί-σωμος
τρί-σωμος, = Vorigem (?).
-
4 εὔ-σωμος
εὔ-σωμος, dasselbe, VLL.
-
5 βαρύ-σωμος
βαρύ-σωμος, schwerleibig, Sp.
-
6 μεγιστό-σωμος
μεγιστό-σωμος, mit sehr großem Körper, Tzetz.
-
7 μεγαλό-σωμος
μεγαλό-σωμος dasselbe, Sp.
-
8 δί-σωμος
-
9 λεπτό-σωμος
λεπτό-σωμος, mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.
-
10 ἄ-σωμος
ἄ-σωμος, = ἀσώματος, E. M.; Greg. Naz.
-
11 ἐπί-σωμος
ἐπί-σωμος, wohlbeleibt, dick, Sp.
-
12 ἔν-σωμος
-
13 ἰσο-σώματος
ἰσο-σώματος, od. ἰσό-σωμος, gleich an Körper, Schol. Eur. Andr. 745.
-
14 δισωμος
-
15 συσσωμος
-
16 тяжеловесный
επ. -сен, -сна, -о1. πολύ βαρύς•тяжеловесный товар βαρύ εμπόρευμα.
|| βαρύ-σωμος•тяжеловесный человек βαρύσωμος άνθρωπος.
|| ογκώδης•-ое здание ογκώδες κτίριο.
2. βαρύς•-ые шаги βαριά βήματα (πατήματα).
|| άγαρμπος, χοντρός, χοντροκομμένος•-ая фраза βαριά φράση (προσβλητική)•
-ые шутки χοντρά αστεία•
тяжеловесный слог άγαρμπο ύφος.
-
17 βαρύσωμος
βᾰρῠ-σωμος, ον,A heavy in body, Sch.Pi.N.8.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύσωμος
-
18 δίσωμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίσωμος
-
19 λεπτόσωμος
λεπτό-σωμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόσωμος
-
20 μεγαλόσωμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόσωμος
См. также в других словарях:
σωμός — ο, Ν [σώνω (Ι) / σώζω] το να σώνεται, να τελειώνει κάτι, τελειωμός … Dictionary of Greek
θηλυκόσωμον — θηλυκόσωμον, 68τό (Μ) παράσταση θηλυκού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς ουσιαστικοποιημένο ουδ. αμάρτυρου επιθ. *θηλυκό σωμος< θηλυκός + σωμος (< σώμα), πρβλ. εύ σωμος, μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek
εύσωμος — η, ο (ΑΜ εὔσωμος, ον) αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση νεοελλ. σωματώδης, μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό σωμος, τρί σωμος] … Dictionary of Greek
θεόσωμος — θεόσωμος, ον (AM) αυτός που αναφέρεται στο σώμα τού θεού («ἡ θεόσωμος ταφή τού Κυρίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό σωμος, ολό σωμος] … Dictionary of Greek
καλλίσωμος — η, ο αυτός που έχει ωραίο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σωμος (< σώμα), πρβλ. εύ σωμος, μικρό σωμος] … Dictionary of Greek
κοντόσωμος — η, ο κοντός στο ανάστημα, μικρόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλό σωμος, μικρό σωμος] … Dictionary of Greek
χιονόσωμος — ον, Α αυτός που έχει χιονόλευκο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + σωμος (< σώμα), πρβλ. λεπτό σωμος, μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek
καρδιοσωμός — ο συντριβή τής καρδιάς, στενοχώρια, μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σωμός (< σώνω «τελειώνω»), πρβλ. απο σωμός] … Dictionary of Greek
μονόσωμος — μονόσωμος, ον (Α) αυτός που προορίζεται για ένα μόνο σώμα («κοιμητήριον μονόσωμον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σωμος (< το θ. τής ονομ. τής λ. σώμα ατος), πρβλ. μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek
ομόσωμος — ὁμόσωμος, ον (Μ) αυτός που αποτελεί ένα σώμα με κάποιον («ὁμόσωμοι αὐτῆς [τῆς ἐκκλησίας] καὶ τρόφιμοι», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek
πάνσωμος — ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή υπάρχει σε όλο το σώμα («ἐπενεγκόντες πληγὰς πανσώμους», Νικ. Χων.). επίρρ... πανσώμως ΜΑ σε όλο το σώμα αρχ. με όλο το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek