-
1 δίοδοι
δίοδοςway through: fem nom /voc pl -
2 διοδος
ἥ1) проход, проезд, переезд(τὰς διόδους φυλάσσειν Her.; ἄπειρος τῶν διόδων Thuc.; τὰς διόδους διαθρῆσαι Arph.)
τῶν οὐρανίων ἄστρων δίοδοι Aesch. — орбиты небесных тел2) прохождение, проникание(διὰ τῶν πόρων Arst.)
3) анат. проток, канал(ἥ οὐρήθρα δ. τῷ τοῦ ἄρρενος σπέρματι Arst.)
4) право прохода, пропуск(δίοδον αἰτεῖσθαι Arph. и αἰτεῖν Aeschin.; δῶρα τῆς διόδου Plut.)
-
3 γέφυρα
γέφῡρα ([dialect] Boeot. [full] βέφυρα Stratt.47.5), [dialect] Lacon. [full] δίφουρα Hsch., Cret. [full] δέφυρα GDI5000 iiA b 6 ([place name] Gortyn), ἡ (used by Hom. only in Il., always in pl.):—dyke, dam,ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ' οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσι Il.5.88
; cf. γεφυρόω: metaph., πολέμοιο γέφυραι, expld. by Sch.Il. as αἱ δίοδοι τῶν φαλάγγων, i. e. the open space between hostile armies, but more prob. limits of the battlefield, Il.4.371, 11.160, etc.; πόντου γ. of the Isthmus of Corinth, causeway through the sea, Pi.N.6.39, cf.I. 4(3).20; so, of the causeway between Athens and Eleusis, Carm.Pop.9; at the Euripus, Str.9.2.2.II after Hom., in sg., bridge,γέφυραν ζευγνύναι Hdt.4.97
, cf. 1.75 (pl.);γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν A. Pers. 736
;γ. λῦσαι X.An.2.4.17
;πόρον ὑπὲρ γεφυρῶν ἄγοντες Lib. Or.11.243
; also, of a tunnel,ὑποστείχει γ. Philostr.VA1.25
. -
4 δίοδος
δίοδος, ἡ,A way through, passage, pass, of Thermopylae, Hdt.7.201, cf. 9.99, Ar.Th. 658, IG22.463.122, etc.;δ. ὕδατος Th.2.102
; ἄστρων δίοδοι their pathways, orbits, A.Pr. 1050 (lyr.); δ. ἔχειν to command the road, Th.7.32;αἱ δ. τῶν πτερῶν Pl.Phdr. 255d
; δ. αἰτεῖσθαι, αἰτεῖν, ask leave to pass, demand a safe-conduct, Ar.Av. 189, Aeschin.3.151. -
5 πάροδος
πάροδος (A), ὁ,A = παροδίτης, LXX Ez. 16.25, IG 14.1372 ([place name] Rome), 12(7).445 ([place name] Aegiale), BCH 46.355 ([place name] Lebedus), CIG 3273 ([place name] Smyrna).------------------------------------πάροδος (B), ἡ,A way by or past, passage, Th.3.21, Arist.Cael. 294b26 ; π. καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων ib. 296b4, cf. Simp. in Cael.507.24; π. τοῦ χρόνου passage, lapse of time, Porph.Sent.44.2 going by or past, passing, entrance, Th.4.82 ; ἐν τῇ π. as they passed by, Id.1.126, cf. Plb.5.68.8 ; κατὰ τὴν π. Id.21.46.12 ; ἐκ π., ἐν π., by the way, cursorily, Arist. Cael. 306b27, Phld. Rh.1.245 S., D.S.18.16 ;π. τινὶ ἐπὶ τὰς ὕστερον πράξεις διδόναι Plu. 2.345c
; τὴν π. ἵν' ἔχῃς τῶν θυρῶν εὐνουστέραν entrance by the door, Dionys. Com.3.17.II narrow entrance or approach, mountain-pass, as Thermopylae, etc., Lys.2.30, X.An.4.7.4, etc.; λαβεῖν τὰς π. take the pass, D.5.20, cf. 9.32, Phld. Rh.1.334 S.; opp. δίοδοι, X.Cyn.6.6.b esp. side-entrance on the stage, Semus 20, Poll.4.126.2 first entrance of a chorus in the orchestra, which was made from the side wings, Arist. EN 1123a23, Poll.4.108;ὥσπερ δράματος Plu.2.805d
.4 public recitation, AP11.422 (Antioch.).IV in a ship, gangway, passage along the deck, Plu.Demetr.43 : metaph.,π. καὶ ἐπιβάθρα τοῦ συγγράφειν Artem.3
Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάροδος
-
6 συμπιέζω
A press or squeeze together, grasp closely,τὰς τρίχας Pl.Phd. 89b
;τι ταῖς Χερσί Id.Sph. 247c
;σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3
, cf. Plu.2.58od (prob.);σ. Χείλεα Χείλεσι AP5.127
(Marc. Arg.);τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.Pr. 929b39
:—[voice] Pass., to be squeezed up, opp. διέλκεσθαι, X.Mem.3.10.7;σ. τὰς ἀκοάς Arist.Pr. 904a21
; ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς ib. 964b3; συμπιασθῆναι, of the body, to be pinched in, grow lean, Hp.Epid.7.68 (but, to be fattened up, from συμπιαίνω, acc. to Littré): [tense] aor. [voice] Pass. subj. [ per.] 3pl.συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.Loc.Hom.9
; of an army,συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπιέζω
-
7 ἄμφοδον
ἄμφοδον, ου, τό (Aristoph.; Hyperid., Fgm. 137; ins [SIG 961 w. note, OGI 483, 80] and pap [UPZ 77 I, 6 (163 B.C.); PLond II, 208, 7 p. 67; 225, 4 p. 8 al.; s. Preisigke, Fachwörter] since II B.C.; Jer 17:27; 30:33; JosAs 2:13) ‘a city quarter’, surrounded and crossed by streets, then street (Hesych. explains ἄμφοδα• αἱ ῥῦμαι. ἀγυιαί. δίοδοι) ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀ. outside, in the street Mk 11:4 (exx. for ἐπὶ τοῦ ἀ. in pap in Mayser 261, 1). τρέχειν εἰς τὸ ἀ. run into the street Ac 19:28 D; cp. AcPlTh (Aa I 243, 6).—M-M.
См. также в других словарях:
δίοδοι — δίοδος way through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… … Dictionary of Greek
αμφίγειος — ο (ν) (Μ ἀμφίγειος) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αμφίγεια στενές δίοδοι τής θάλασσας, στενά, κανάλια μσν. λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γειος < γῆ] … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Μπριανσόν — (Βrianηοn). Κωμόπολη (8000 κάτ.) της Γαλλίας στην περιφέρεια των Άνω Άλπεων, σε υψόμετρο 1.727 μ. Η πόλη βρίσκεται σε σημείο από όπου περνούν πολλές ορεινές δίοδοι των Άλπεων. Για τον λόγο αυτόν έχει μεγάλη στρατηγική αλλά και οικονομική σημασία … Dictionary of Greek
Παμίρ — Οροπέδιο της κεντρικής Ασίας, σπουδαίος ορεογραφικός κόμβος, από όπου ξεκινούν οι ορεινές αλυσίδες των Ιμαλαΐων, Καρακόραμ, Κουνλούν, Τιεν Σαν, Αλάι και Χιντουκούς. Το οροπέδιο, που οι ιθαγενείς το ονομάζουν Μπαμ ι Ντουνιά (στέγη του κόσμου),… … Dictionary of Greek