-
101 λεόντειος
-
102 λεβηρίς
λεβηρίς, ίδος, ἡ, Schale, Hülse von Früchten, z. B. κυάμου, Hesych. – Die abgestreifte Haut der Schlangen, sonst γῆρας, D. C. 61, 2; auch von Insekten, wie von der τέττιξ, VLL.; davon sprichwörtlich γυμνότερος λεβηρίδος, Diogen. 3, 73 Zen. 2, 95, u. κενώτερος λεβηρίδος, Ath. VIII, 362 b. Vgl. noch Alciphr. 3, 19, λεπτότερόν μοι τὸ δέρμα λεβηρίδος, u. sonst bei Sp. – Bei Strab. 3, 2, 6 Kaninchen, wo man λεπορίδες vermuthet hat, Kramer aber die Leseart der codd. durch Eust. ad D. Per. 457 u. Erot. voc. Hippoer. p. 244 vertheidigt.
-
103 λάχνη
λάχνη, ἡ, wolliges, krauses Haar, vom ersten Milchhaar des Bartes, πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνϑῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανϑέϊ λάχνῃ Od. 11, 319, wie Pind. im plur., ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον, Ol. 1, 68; vom krausen Haupthaar des Thersites, Il. 2, 219; οὔλη δ' ἐπενήνοϑε λάχνη 10, 134; οὔτι σ' ὀνήσει ἡ λάχνη Antist. 2 ( Plan. 243); a. sp. D., wie βλεφά ρων δὲ μέλαιν' ἐξέφϑιτο λ. Nic. Ther. 331; vom dichten Haare der Thiere, Hes. O. 515, wie δέρμα ταύροιο λάχνῃ μέλαν Ap. Rh. 1, 325; Wolle, σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην Soph. Trach. 687; sp. D. Auch vom Laube, von den Blättern der Pflanzen, πηγάνου Nic. Al. 410; Opp. Hal. 4, 167. 380.
-
104 λέμμα
-
105 αἴθων
αἴθων, ωνος, brennend, Hom. αἴϑωνα σίδηρον Od. 1, 184 u. αἴϑωνι σιδήρῳ Il. 4, 485. 7, 473. 20, 372 als Versende, αἴϑωνας λέβητας Il. 9, 123. 265. 19, 244, αἴϑωνας τρίποδας Il. 24, 233, vom Glanz, funkelnd; ἵπποι αἴϑωνες μεγάλοι Il. 12. 97. 2, 839, Αἴϑων Pferdename Il. 8, 185, αἰετὸς αἴϑων Il. 15, 690, ταῠρον αἴϑωνα μεγάϑυμον ll. 16, 488, βόες αἴϑωνες μεγάλοι Od. 18, 372, αἴϑωνα λέοντα Il. 11, 548. λέοντ' αἴϑωνα Il. 18, 161. ( δαφοινὸν) δέρμα λέοντος αἴϑωνος μεγάλοιο Il. 10, 24. 178, entweder vom Glanz (der Farbe), oder von der feurigen Kraft; – σίδηρος Soph. Ai. 147; ἥλιος Pind. N. 7, 73, κεραυνός P. 3, 58. Von der Farbe des Fuchses Ol. 10. 20, des Rauches P. 1. 23; sp. D. λύκος, κύων, κίρκος; – ἀνήρ Hitzkopf Aesch. Spt. 430; Soph. Ai. 221 (v. l. αἴϑοψ), ὑβριστής Ai. 1067; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33 αἴϑων Κλέων vgl. Alex. Ath. XI, 502 f; Plat. Rep. VIII, 559 d ϑῆρες αἴϑωνες καὶ δεινοί; λιμός Epigr. bei Aesch. 3, 184; Callim. Cer. 67 von Suid. ὁ βίαιος erkl.; αἴϑ ων λογισμός, eifriges Rechnen, bei Ath. VIII, 305 f.
-
106 ἀπο-φλοιόω
ἀπο-φλοιόω ( φλοιός). die Rinde abschälen; δέρμα, die Haut abziehen, Leon. Tar. 51 (VI, 263).
-
107 ἀφ-άπτω
ἀφ-άπτω, knüpfen, ἅμματα ἐν ἱμάντι, Knoten, Her. 3, 98; anknüpfen, App. u. bes. LXX., aufhängen u. pass. herabhangen, ἀπαμμένος Her. 2, 121, 2; δέρμα ἐκ ποδεώνων ἀφημμένον, daran aufgehängt, Theocr. 22, 52.
-
108 ἀκρο-χανές
ἀκρο-χανές, δέρμα, das weitaufklaffende Fell (des Löwenrachens), P. Sil. 47 (VI, 57).
-
109 ἀγορεύω
ἀγορεύω ( ἀγορά), Apoll. Lex. Hom. 4, 12 ἀγορεύειν κυρίως μὲν ἐν ἐκκλησίᾳ λέγειν, καταχρηστικῶς δὲ ψιλῶς τὸ λεγόμενον, vgl. Hesych. Bei Iliad. 18, 368, wo es von einem Zwiegespräche heißt ἃς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον. Ariston. κυρίως τὸ ἐν πλήϑει λέγειν ἀγορεύειν, καὶ τὸ ἀλλήλους ἐπὶ πλήϑους· ἐνταῦϑα δὲ ἐπὶ δύο ἔταξε καταχρηστικῶς; – ἀγορὰς ἀγόρευον Iliad. 2, 788, Reden in einer Versammlung halten; τοῖσι δέ ἦρχ' ἀγορεύειν Qd. 2, 15; sehr oft ἃς οἱ μὲν τοιαῠτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, auch ἔπεα πτερόεντα Il. 3, 155 u. öfter; μῠϑον 8, 493; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε, rede nicht zur Flucht, Iliad. 5, 252; οὐκέτ' ἐμοὶ φίλα ταῠτ' ἀγορεύεις 7, 357; ἔσϑλ' ἀγ. Od. 17, 66, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ' ἀγορεύω 18. 15, ϑεοπροπέων ἀγ. Il. 1, 109. 2, 322, κερτομέων 2, 256, παραβλήδην ἀγ. Iliad. 4, 6, ἐπιτροχάδην Od. 18, 26 Il. 3, 218, διηνεκέως Od. 12, 56, κρατερῶς Il. 8, 29. 9, 694. – Her. oft zu einer Versammlung reden, 3, 75. 8, 5. 9, 92; vom Herold, 1, 60. 6, 97; auch ὁ δέ σφιν ἠγόρευε, ὡς εἴη Ζώπυρος 3, 156; Xen. εἰς κοινὸν περί τινος ἀγ. An. 5, 6, 14; ῥήτωρ ὧδ' ἀγ. Hell. 6, 3, 5. Später noch in der Formel der Volksversammlungen: τίς ἀγορεύειν βούλεται Ar. Ach. 45; Eccl. 130; Aesch. 3, 4; Dem. 18, 170. Häufig im Att. für sprechen, sagen: Ar. Plut. 102; Soph. O. C. 842; ὑπέρ τινος Plat. Legg. VI, 776 e; οἱ νόμοι ἀγορεύουσι περὶ πάντων Arist. Eth. N. V, 1, 3, wie Lys. 13, 50 τὰ ψηφίσματα διαῤῥήδην ἀγορεύοντα, ausdrücklich bestimmende Beschlüsse; ὁ νόμος διαῤῥήδην ἀγορεύει 9, 9; Dem. 33, 28 ὡς ἐν τῷ ἄξονι ἀγορεύει, nämlich der Gesetzgeber; κακῶς ἀγορεύειν τινά neben λοιδορεῖσϑαι im Gesetz bei Aesch. 1, 35; auch Plut. Sol. 21; Luc. Pisc. 37 u. öfter; ἀγορεύω τινί, ἐμὲ μὴ βασανίζειν, ich verbiete, Ar. Ran. 628. – Auch von leblosen Dingen, Theocrit. 25, 175 δέρμα ἀγ., es spricht dafür; Opp. Cyn. 2, 495 φύσις κεράων ἀγ. – Nach B. A. 1095 brauchten es bes. die Böoter für sprechen ( λέγειν).
-
110 ἀ-δι-ακόντιστον
ἀ-δι-ακόντιστον, δέρμα Ael. V. H. 13, 15, für Geschosse undurchdringlich, wahrscheinlich bessere Lesart für ἀδιακόνιστος.
-
111 ἄῤ-ῥηκτος
ἄῤ-ῥηκτος, unzerreißbar, δεσμόν Iliad. 15, 20, δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους Od. 8, 275; πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους Iliad. 13, 37; ἔριδος καὶ πολέμοιο πεῖραρ, ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε 13, 360; εἶλαρ, unzerstörbar, 14, 56. 68; τεῖχος Od. 10, 4; πόλις Iliad. 21, 447; νεφέλην, undurchdringlich, 20, 150; φωνή, unermüdlich, 2, 490; – ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις Aesch. Prom. 6; ἄῤῥηκτος φυάν Pind. I. 5, 44, von unverwüstlicher Natur; σάκος Aesch. Suppl. 187; Soph. Ai. 573; χάλαζα, hart, Theocr. 22, 16; δέρμα κροκοδείλου, undurchdringlich, Her. 2, 68; Sp. – Adv., ἀῤῥήκτως ἔχειν Ar. Lys. 182.
-
112 ἐπι-σύρω
ἐπι-σύρω, nachziehen, nachschleppen, τὼ πόδε D. L. 1, 81; so auch med., ποδήρεις τοὺς χιτῶνας ἐπισυρόμεναι, hinter sich her schleppend, Luc. V. H. 2, 46; – darüber hinziehen, τὸ πνεῠμα, darüber hinfahren lassen, Alciphr. 3, 12. – Uebertr., flüchtig, nachlässig behandeln, darüber hinweghüpfen, τὰ πράγματα, neben διακλέπτειν τὴν κατηγορίαν, ohne gehörige Unterscheidung reden, um Andere zu verwirren, Lys. 26, 3; ἴσως έπισύροντες ἐροῦσιν Dem. Lept. 131; ἐπισεσυρμένα γράμματα, nachlässig hingeworfene Schrift, Luc. D. meretr. 10, 3; vgl. ἐφϑέγγετο ἐπισεσυρμένον τε καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον Navig. 2, was auch von tief herausgezogener, hohler Stimme erklärt wird, wie χρέμπτεσϑαι, hohl husten, Philop. 20; übh. vernachlässigen, Ggstz ἐπαινεῖσϑαι, Pol. 16, 20, 2; ἐν ταῖς πράξεσιν, nachlässig sein, M. Anton. 8, 51. – Med., sich hinschleppen, kriechen, ἐπὶ τῆς γῆς Xen. Cyn. 5, 13; Ael. H. A. 2, 23; über sich wegziehen, δέρμα αἰγός Long. 3, 24; – τὸ ἐπισεσυρμένον λόγου, das Schleppende des Styls, Rhett. – S. ἐπισεσυρμένως.
-
113 ἐπι-λιπαίνω
ἐπι-λιπαίνω, obenauf fett machen, ὥστε τὸ δέρμα τοῖς λουομένοις ἐπιλιπαίνειν Plut. Alex. 57.
-
114 ἐραρίσκω
-
115 ἐκ-τανύω
ἐκ-τανύω (s. τανύω), = ἐκτείνω, ausspannen, ausbreiten; δέρμα Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; ὕπτιος ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσϑη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr.
-
116 ἐκ-δύω
ἐκ-δύω (s. δύω), ausziehen; Hom. in tmesi, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν Od. 14, 341; ἐκδύων ἐμὲ χρηστηρίαν ἐσϑῆτα Aesch. Ag. 1242; χλαινίον Ep. ad. 20 (XII, 40); auch ohne Zusatz- τινὰ ἐκδύειν, Einem die Kleider ausziehen u. ihn derselben berauben, Dem. 24, 204; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 17. – So pass., τὸ μὴ ἐκδυϑῆναι Antiph. 2 β 5; ἐπάν τις ἐκδυϑῇ Alexis Ath. VI, 227 d; ἅμα κιϑῶνι ἐκδυομένῳ Her. 1, 8; φάσκων χιτωνίσκον ἐκδεδύσϑαι, neben ϑοιμάτιον ἀποδεδύσϑαι, er sagt, es sei ihm das Kleid ausgezogen worden, Lys. 10, 10; vgl. Μαρσύας τὸ δέρμα ἐκδύεται, es wird ihm die Haut abgezogen, Palaeph. 48, 3. – Med., a) sich ausziehen, ablegen; τεύχεα ἐξεδύοντο Il. 3, 114; τὴν ἐξωμίδ' ἐκδυώμεϑα Ar. Lys. 662; ohne acc., ibd. 688, wie Xen. Hell. 3, 4, 19. So wird auch ἐκδύνω gebraucht, μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1, 437; Her. 1, 9; ἐκδύνουσι τὸ κέλυφος Arist. H. A. 5, 17. Eben so aor. II., εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι Od. 14, 460, wie Xen. Cyr. 1, 4, 26; übertr., τὸ γῆρας ἐκδύς Ar. Pax 336, wie τὸ ἄγριον Plut. Pomp. 28, die Wildheit ablegen; perf. ἐκδεδυκώς, Men. Harpocr. 116, 22. – b) herauskommen, herausgehen; ἐκδὺς μεγάροιο Od. 22, 334; entkommen, entgehen, δίκης Eur. Suppl. 432; ἐκδὺς καὶ ἀνακύψας ἐκ τῆς ϑαλάσσης, hervortauchen, Plat. Phaed. 109 d; auch τί, z. B. νῶϊν δ' ἐκδῠμεν ὄλεϑρον Il. 16, 99; ἐκδεδυκέναι τὰς λειτουργίας, sich entziehen, Dem. 20, 1; τὸν φϑόνον Plut. Pomp. 30; – ἔκδυϑι, als att. erwähnt, B. A. 41.
-
117 ἐν-εύναιος
ἐν-εύναιος, im Bette befindlich; δέρμα ἐνεύναιον, zur Bettunterlage dienend, Od. 14, 51; χήτει ἐνευναίων, aus Mangel an Bettkissen, 16, 35, wo Andere »aus Mangel an darin Schlafenden« erklären, Apoll. lex. τῶν ἐγκοιμησομένων.
-
118 ἐν-δύω
ἐν-δύω (s. δύω), 1) hineinbringen, anziehen, ankleiden, τινά, Batr.; ἐὰν πένητα γυμνὸν ἐνδύσῃς Philem. inc. 83; τὴν ἐξωμίδ' ἐνδύσω σε Ar. Lys. 1021; Thesm. 1044; στολὴν καλὴν ἐνέδυσεν (αὐτόν), bekleidete ihn mit einem schönen Gewande, Xen. Cyr. 1, 3, 3; ἐνέδυε τὰ ὅπλα 6, 4, 2; N. T.; ἐνδύσας εἰς δέρμα, einschließend, Diosc. Häufiger – 2) med. auch ἐνδύνω) mit aor. II. u. perf. act. – a) sich anziehen, anlegen; μαλακὸν δ' ἔνδυνε χιτῶνα Il. 2, 42; ἔνδυνε περὶ στήϑεσσι χιτῶνα 10, 21; χιτῶν' ἐνδῠσα 5, 736; öfter in tmesi; πέπλον ἐνδύς Soph. Tr. 756; ἐνδύσεται στολήν Eur. Bacch. 853; τὸν κροκωτὸν ἐνδύου Ar. Th. 253; ἐνδυόμενος ὅπλα Her. 7, 218, wie ἐνδύντες 1, 172; τὴν λεοντῆν ἐνδέδυκα Plat. Crat. 411 a; auch pass., οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ' ἐνδεδυμένην Men. bei Poll. 7, 51. – Uebertr., τόλμημα τηλικοῠτον ἐνδύεσϑαι, unternehmen, Ar. Eccl. 288; τὸν Ταρκύνιον ἐνδύεσϑαι, den T. anlegen, d. i. sich wie T. benehmen, D. Hal. 11, 5. – b) hineingehen, hineindringen; Her. 2, 121; εἴς τι, Ar. Vesp. 1010, wie Plat. Tim. 62 b; ὁ φϑόγγος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα Menex. 235 c; übertr., λόγοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων, dringen ein, Xen. Cyr. 2, 1, 13; ἔρως δεινὸς ἐνδέδυκε Plat. Theaet. 169 b, wie εὔνοια ἐνδύεται ἕκαστον ἡμῶν Legg. I, 642 b; εἰς τὴν ἐπιμέλειαν, sich einer Sorge unterziehen, Xen. Cyr. 8, 1, 12; τοῖς πράγμασι, rerum potiri, Plut. Art. 28.
-
119 ᾤα
ᾤα, ἡ, auch ὤα geschrieben, von ὄϊς, – 1) ein Schaaffell mit der Wolle, ein Schaafpelz; Pherecrat. u. Theopomp. com. bei Poll. 10, 181, der erkl. τὸ δέρμα, ᾡ ὑποζώννυνται αἱ γυναῖκες λουόμεναι ἢ οἱ λούοντες αὐτάς, ᾤαν λουτρίδα ἔξεστι καλεῖν. Auch ein Soldatenpelz, Hermipp. ibid. – 2) der obere, auch der untere Rand eines Kleides, der Saum, wahrscheinlich weil er ursprünglich gew. einen Vorstoß von Schaaffell hatte, ὄφρα κεν ᾤην δεύοι ἐφελκομένην ἁλὸς ὕδωρ Mosch. 2, 123, l. d.
-
120 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
См. также в других словарях:
δέρμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δέρμα — το το φυσικό κάλυμμα του σώματος ανθρώπου και ζώων, το πετσί, το τομάρι, η προβιά: Είναι φτιαγμένο από δέρμα βούβαλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄστι ἔτ’ ἦς καὶ δέρμα. — См. Кости да кожа … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek
δέρμ' — δέρμα , δέρμα skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτων — δέρμα skin neut gen pl δερματόω to be turned into hide imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δερματόω to be turned into hide imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμασι — δέρμα skin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμασιν — δέρμα skin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρματα — δέρμα skin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)