-
1 ἐπι-λιπαίνω
ἐπι-λιπαίνω, obenauf fett machen, ὥστε τὸ δέρμα τοῖς λουομένοις ἐπιλιπαίνειν Plut. Alex. 57.
-
2 ἐπιλιπαίνω
-
3 επιλιπαινω
См. также в других словарях:
επιλιπαίνω — ἐπιλιπαίνω (Α) καθιστώ κάτι λιπαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιπαίνω (< λίπος)] … Dictionary of Greek