-
1 δέμα
[дэма] ουσ. о. пакет, бандероль.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δέμα
-
2 бандероль
бандероль ж το ταχυδρομι κό δέμα отправить \бандеролью στέστελνα ταχυδρομικό δέμα* * *жτο ταχυδρομικό δέμαотпра́вить бандеро́лью — στέλνω ταχυδρομικό δέμα
-
3 посылка
посылка ж 1) (действие) η αποστολή 2) (почтовая) το ( ταχυδρομικό) δέμα" отправить \посылкау στέλνω δέμα* * *ж1) ( действие) η αποστολή2) ( почтовая) το (ταχυδρομικό) δέμαотпра́вить посы́лку — στέλνω δέμα
-
4 пакет
пакет м το δέμα, το πακέ το· η χαρτοσακούλα (кулёк) ◇ индивидуальный \пакет о ατομικός επίδεσμος* * *мτο δέμα, το πακέτο; η χαρτοσακούλα ( кулёк)••индивидуа́льный паке́т — ο ατομικός επίδεσμος
-
5 свёрток
-
6 связка
связка ж 1) η δέσμη, το δέμα, το δεμάτι 2) анат. η χορδή; голосовые \связкаи οι φωνητικές χορδές* * *ж1) η δέσμη, το δέμα, το δεμάτι2) анат. η χορδήголосовы́е свя́зки — οι φωνητικές
-
7 тюк
-
8 ценный
ценный 1) (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 2) (с обозначенной ценой): \ценныйая посылка το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία; \ценныйые бумаги τα χρεόγραφα* * *1) ( дорогой) πολύτιμος, ακριβός2) ( с обозначенной ценой)це́нная посы́лка — το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία
це́нные бума́ги — τα χρεόγραφα
-
9 посылка
посылк||аж1. (действие) ἡ ἀποστολή, τό στάλσιμο·2. (почтовая) τό δέμα, τό μικρόδεμα, τό πακέττο:посылать \посылкау στέλνω δέμα·3. филос. ἡ πρόταση [-ις], ἡ προκείμενη· ◊ быть на \посылкаах ἐκτελώ τις παραγγελίες κάποιου. -
10 посылка
-и θ.1. αποστολή. || στάλσιμο. || προώθηση.2. δέμα, πακέτο•лочтовая посылка ταχυδρομικό δέμα.
3. (φιλοσ.) το λήμμα, πρόταση συλλογισμού•большая, малая посылка η μεγάλη, η μικρή πρόταση.
εκφρ.быть (находить(ся) на -ах – κάνω τα θελήματα (μικροπαραγγελίες). -
11 связка
-и θ.1. δέση, δέσιμο• σύνδεση.2. δέμα, δεμάτι•связка книг δέμα βιβλίων.
|| δέσμη: αρμάθα.3. σύνδεσμος (μελών του σώματος με ίνες, τένοντες).4. το συνδετικό ρήμα (στο περιφραστικό κατηγόρημα). -
12 тюк
-
13 увязать
увязать 1увяжу, увяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.1. δένω, δεματιάζω, κάνω δέμα• συσκευάζω. || περιδένω• περιτυλίγω.2. μτφ. συνδέω• συνδυάζω•увязать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
1. δένομαι• δεματιάζομαι, γίνομαι δέμα• συσκευάζομαι•вещи хорошо -лись τα πράγματα καλά δέθηκαν.
2. μτφ. κολλώ, προσκολλιέμαι, πηγαίνω κοντά, ακολουθώ κατά πόδι•собака -лась за нами το σκυλί μας κόλλησε, μας πήρε στο κοντό.
3. συνδυάζομαι.увязать 2-аю, -аешьρ.δ.βλ. увязнуть. -
14 бандероль
το (μικρό) δέμα (για ταχυδρομική αποστολή)заказная - συστημένο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бандероль
-
15 бунт
1. (прок.) το δέμα, η δέσμη, το πακέτο- проволоки - σύρματος, η σπείρα του σύρματος2. (мятеж) η εξέγερση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бунт
-
16 израсходование
η κατανάλωση, το ξό-δεμα-ть καταναλώνω, ξοδεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > израсходование
-
17 пакет
1. (банк., бирж.) το πακέτο, ο φάκελος 2. (листов, пластин и т.п.) η στίβαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пакет
-
18 пересылка
η αποστολή, η διεκπεραίωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пересылка
-
19 посылка
1. (почтовое отправление) το δέμα 2. (суждение, служащее основанием для вывода) το λήμμα, η πρόταση (του συλλογισμού) 3 (партия товара) η αποστολή 4. свз. η προώθηση. - вызова (тлф.) - της κλήσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посылка
-
20 связка
1. (действие) το δέσιμο 2. (несколько однородных предметов, связанных вместе) το δέμαη δέσμη3. (анат) о σύνδεσμος 4. грам. (вспомогательный глагол) το συνδετικό (ρήμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связка
См. также в других словарях:
δέμα — band neut nom/voc/acc sg δέμᾱ , δέμας bodily frame neut nom/voc/acc pl δέμᾱ , δέμας bodily frame neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέμα — το (AM δέμα) 1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί 2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία») μσν. νεοελλ. 1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει… … Dictionary of Greek
δέμα — το σύνολο πραγμάτων που είναι δεμένα μαζί, πακέτο, μπόγος, μάτσο: Με ειδοποίησαν να πάω να παραλάβω ένα δέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέμας — δέμᾱς , δέμας bodily frame neut gen sg (doric aeolic) δέμας bodily frame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέμασι — δέμα band neut dat pl δέμας bodily frame neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέματα — δέμα band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέματι — δέμα band neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέματος — δέμα band neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλόδεμα — και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα) μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό νεοελλ. 1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων 2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται… … Dictionary of Greek
δεμάτι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 391 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 54 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
δέματ' — δέματα , δέμα band neut nom/voc/acc pl δέματι , δέμα band neut dat sg δέματε , δέμα band neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)