Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακριβός

  • 1 ακριβός

    [акривос] εκ. дорогостоящий, дорогой, милый,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακριβός

  • 2 дорогой

    дорогой 1) (ценный) ακριβός, πολύτιμος 2) (уважаемый) αγαπητός \дорогой друг! (при об ращении) αγαπητέ φίλε!
    * * *
    1) ( ценный) ακριβός, πολύτιμος
    2) ( уважаемый) αγαπητός

    Русско-греческий словарь > дорогой

  • 3 недорогой

    недорогой φτηνός, όχι ακριβός
    * * *
    φτηνός, όχι ακριβός

    Русско-греческий словарь > недорогой

  • 4 ценный

    ценный 1) (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 2) (с обозначенной ценой): \ценныйая посылка το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία; \ценныйые бумаги τα χρεόγραφα
    * * *
    1) ( дорогой) πολύτιμος, ακριβός

    це́нная посы́лка — το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία

    це́нные бума́ги — τα χρεόγραφα

    Русско-греческий словарь > ценный

  • 5 дорогой

    дорог||о́й I
    прил
    1. (о цене) ἀκριβός, πολύτιμος·
    2. (милый) προσφιλής, ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \дорогой друг! ἀγαπητέ φίλε!, ἀκριβέ μου φίλε!· ◊ нам \дорогойа каждая минута κάθε λεπτό μᾶς εἶναι πολύτιμο.
    дорогой II
    нареч στό δρόμο, καθ' ὀδόν, στή διάρκεια τής πορείας:
    поговорим \дорогой θά μιλήσουμε πηγαίνοντας, θά τά πούμε στό δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > дорогой

  • 6 ценный

    1. (имеющий цену, с обозначенной ценой) εκτιμημένος 2. (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 3. (имеющий важное значение) μεγάλης σημασίας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ценный

  • 7 вес

    вес
    м
    1. τό βάρος, τό ζύγι:
    атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'
    2. спорт. τό βάρος:
    наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·
    3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:
    человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι.

    Русско-новогреческий словарь > вес

  • 8 любезный

    любезный
    прил
    1. εὐγενικός, φιλοφρων, περιποιητικός·
    2. (в обращении) уст. ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \любезныйый читатель ἀγαπητέ ἀναγνώστη· \любезныйый друг ἀγαπητέ φίλε· ◊ будьте любезны! εὐαρεστηθήτε, Εχετε τήν καλωσύνη!

    Русско-новогреческий словарь > любезный

  • 9 недорогой

    недорогой
    прил ὀλιγοδάπανος, ὄχι ἀκριβός, φτηνός.

    Русско-новогреческий словарь > недорогой

  • 10 ценный

    ценн||ый
    прил
    1. πολύτιμος, ἀκριβός, τιμαλφής:
    \ценныйые бумаги τά χρεώγραφα· \ценныйая посылка τό ταχυδρομικό δέμα μέ δηλωμένη ἀξία·
    2. перен πολύτιμος:
    \ценныйый работник ὁ πολύτιμος ἐργάτης.

    Русско-новогреческий словарь > ценный

  • 11 дорогой

    [νταραγκόϊ] επ. ακριβός

    Русско-греческий новый словарь > дорогой

  • 12 ценный

    [τσιέννυί] εκ. πολύτιμος, ακριβός

    Русско-греческий новый словарь > ценный

  • 13 дорогой

    [νταραγκόϊ] επ ακριβός

    Русско-эллинский словарь > дорогой

  • 14 ценный

    [τσιέννυϊ] επ πολύτιμος, ακριβός

    Русско-эллинский словарь > ценный

  • 15 бесценный

    επ., βρ: -ценен, -ценна, -ценно
    1. ανεκτίμητος•

    бесценный дар ανεκτίμητο δώρο.

    || μτφ. παλ. ακριβός, προσφιλής.
    2. παλ. πάμφθηνος.

    Большой русско-греческий словарь > бесценный

  • 16 вес

    -а (-у) α.
    1. το βάρος• вес 8 кг. βάρος 8 κιλά•

    атомный вес το ατομικό βάρος•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    удельный вес ειδικό βάρος•

    борец тяжелого -а παλαιστής βαρέων βαρών.

    2. ζυγαριά, ζυγός•

    аптекарский вес φαρμακευτικός ζυγός (ακριβείας).

    3. μτφ• κύρος, επιρροή, επιβάλλον•

    человек с большим -ом άνθρωπος με μεγάλη επιρροή.

    εκφρ.
    на вес золота – πανάκριβος, ακριβός σαν το χρυσάφι.
    α. держать на -у κρατώ σε εξάρτηση.

    Большой русско-греческий словарь > вес

  • 17 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 18 дорогой

    επίρ.
    καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•

    дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.

    επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.
    1. ακριβός, πολύτιμος•

    дорогой мех ακριβή γούνα•

    ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•

    каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.

    2. προσφιλής, αγαπητός•

    мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.

    εκφρ.
    - гой ценой – ακριβά•
    заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > дорогой

  • 19 драгоценный

    επ., βρ: -енен, -нна, -нно;
    1. πολύτιμος, τιμαλφής• ανεκτίμητος•

    драгоценный подарок πολύτιμο δώρο•

    терять -ов время χάνω τον πολύτιμο χρόνο.

    2. (προσηγορία) φίλτατος, ακριβός, προσφιλής.
    εκφρ.
    - ые камни – πολύτιμα πετράδια, -μες πέτρες, -μοι λίθοι.

    Большой русско-греческий словарь > драгоценный

  • 20 заветный

    επ.
    1. ιερός, πολύτιμος. || ακριβός, προσφιλής, αγαπητός.
    2. παλ. κληρονομικός.
    3. μύχιος, ενδόμυχος• μυστικός• κρυφός•

    -ое желание μύχιος πόθος, κρυφός καημός. Η παλ. απαγορευμένος.

    Большой русско-греческий словарь > заветный

См. также в других словарях:

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μεγάλη τιμή: Πολύ ακριβά πουλιούνται τα λαχανικά. 2. πολυαγαπημένος: Ακριβό μας παιδί, σε περιμένουμε με ανοιχτή αγκαλιά. 3. φιλάργυρος: Του ακριβού το βιος σε χαροκόπου χέρια (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβίζω — [ακριβός] ακριβαίνω* …   Dictionary of Greek

  • ακριβαίνω — [ακριβός] 1. γίνομαι ακριβότερος, αυξάνει η τιμή τής πώλησής μου 2. γίνομαι δαπανηρός 3. αυξάνω, υψώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος, υπερτιμώ …   Dictionary of Greek

  • ακριβώνω — [ακριβός] ακριβαίνω* …   Dictionary of Greek

  • ακριβο- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Το ακριβο προήλθε είτε από το επίθ. ακριβός (κατά τη σύνθεσή του με ονόματα κυρίως) ή από το παράγωγο επίρρ. ακριβά (κατά τη σύνθεσή του με ρήματα). Το ακριβο ως …   Dictionary of Greek

  • ακριβούτσικος — η και ια, ο ο σχετικά ακριβός, λίγο υπερτιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. υποκορ. τού επιθ. ακριβός) …   Dictionary of Greek

  • μυριάκριβος — η, ο (Μ μυριάκριβος, η, ον) 1. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό», Παπαδ.) 2. (για πράγματα) πολύ ακριβός, πανάκριβος («μυριάκριβα είναι φέτος τα φρούτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀκριβός] …   Dictionary of Greek

  • ολάκριβος — η, ο πολύ ακριβός, πολύτιμος, πολύ αγαπητός. επίρρ... ολάκριβα πολύ ακριβά, πολύτιμα, αγαπητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • πανάκριβος — η, ο πάρα πολύ ακριβός. επίρρ... πανάκριβα πάρα πολύ ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ακριβός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πεντάκριβος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ ακριβός, που κοστίζει πολλά χρήματα, πανάκριβος 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»