-
1 πολύτιμος
[политимос] εκ. драгоценный, дорогой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολύτιμος
-
2 драгоценный
драгоценный πολύτιμος \драгоценный камень το πολύτιμο πετράδι, ο πολύτιμος λίθος* * *драгоце́нный ка́мень — το πολύτιμο πετράδι, ο πολύτιμος λίθος
-
3 ценный
ценн||ыйприл1. πολύτιμος, ἀκριβός, τιμαλφής:\ценныйые бумаги τά χρεώγραφα· \ценныйая посылка τό ταχυδρομικό δέμα μέ δηλωμένη ἀξία·2. перен πολύτιμος:\ценныйый работник ὁ πολύτιμος ἐργάτης. -
4 дорогой
дорогой 1) (ценный) ακριβός, πολύτιμος 2) (уважаемый) αγαπητός \дорогой друг! (при об ращении) αγαπητέ φίλε!* * *1) ( ценный) ακριβός, πολύτιμος2) ( уважаемый) αγαπητόςдорого́й друг! (при обращении) — αγαπητέ φίλε!
-
5 ценный
ценный 1) (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 2) (с обозначенной ценой): \ценныйая посылка το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία; \ценныйые бумаги τα χρεόγραφα* * *1) ( дорогой) πολύτιμος, ακριβός2) ( с обозначенной ценой)це́нная посы́лка — το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία
це́нные бума́ги — τα χρεόγραφα
-
6 драгоценный
драгоценн||ыйприл πολύτιμος, τιμαφλής / ἀνεκτίμητος, προσφιλέστατος (о человеке):\драгоценныйый камень ὁ πολύτιμος λίθος, ἡ πολύτιμη πέτρα. -
7 гемма
ο (πολύτιμος) λίθος με σκαλισμένη εγγραφή ή ζωγραφιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гемма
-
8 камень
ο λίθ/ος, το λιθάρι, η πέτραдобывать - εξορύσσω το - о дробить - σπάζω το - о обрабатывать - κατεργάζομαι το -, επεξεργάζομαι το - оамазонский - мин. см. амазонитжёлчный - мед. о χολόλιθοςколотый - см. дроблёный -мочевой - мед. о ουρόλιθοςоловянный - мин. о κασσιτερίτηςпочечный мед. о νεφρόλιθοςотделочный - см. облицовочный -точильный - η ακονόπετρα, το ακόνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камень
-
9 ценный
1. (имеющий цену, с обозначенной ценой) εκτιμημένος 2. (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 3. (имеющий важное значение) μεγάλης σημασίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ценный
-
10 бесценный
бесцен||ныйприл (неоценимый) ἀνεκτίμητος, ἀτίμητος/ πολύτιμος (дорогой). -
11 дорогой
дорог||о́й Iприл1. (о цене) ἀκριβός, πολύτιμος·2. (милый) προσφιλής, ἀγαπητός, ἀκριβός:\дорогой друг! ἀγαπητέ φίλε!, ἀκριβέ μου φίλε!· ◊ нам \дорогойа каждая минута κάθε λεπτό μᾶς εἶναι πολύτιμο.дорогой IIнареч στό δρόμο, καθ' ὀδόν, στή διάρκεια τής πορείας:поговорим \дорогой θά μιλήσουμε πηγαίνοντας, θά τά πούμε στό δρόμο. -
12 камень
кам||еньм ἡ πέτρα, τό λιθάρι, ὁ λίθος:драгоценный \камень ὁ πολύτιμος λίθος· подводный \камень ἡ ὑφαλος· точильный \камень ἡ ἀκονόπετρα, τό ἀκόνι· могильный \камень ἡ ταφόπετρα· бросаться \каменьнями πετροβολῶ, λιθοβολώ· ◊ винный \камень ὁ τρύξ, ἡ τρυγία/ τό πουρί (на зубах)· желчный \камень мед. ὁ χολόλιθος· пробный \камень ἡ λυδία λίθος, ὁ βασανίτης· краеугольный \камень ὁ ἀκρογωνιαίος λίθος, τό ἀγκωνάρι· \камень преткновения τό πρόσκομμα, τό ἐμπόδιο· падать \каменьнем πέφτω σάν πέτρα· держать \камень за пазухой κρατώ ἐχθρα, κρατώ μνησικακία ἐναντίον κάποιου· \каменьня на \каменьне не оставить δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου (или πέτρα πάνω σέ πέτρα)· у меня \камень лежит на сердце ἔχω βάρος στήν καρδιἄ У меня \камень с души́ свалился μοδφυγε ἕνα βάρος ἀπό τήν καρδιά. -
13 неоценимый
неоцени́м||ыйприл ἀνεκτίμητος, πολύτιμος:\неоценимыйые достоинства τά ἀνεκτίμητα προσόντα. -
14 самоцвет
самоцветм ἡ αὐτόφωτη πολύτιμη πέτρα, ὁ πολύτιμος λίθος; русские \самоцветы οἱ πέτρες τῶν Ουραλίων. -
15 ценить
ценитьнесов прям., перен ἐκτιμώ:\ценить по заслу́гам ἐκτιμώ κατ' ἀξίαν высоко́ \ценить ἐκτιμώ πολύ· он слишком высоко́ себя ценит ἔχει πολύ μεγάλη Ιδέα γιά τόν ἐαυτό του· \цениться прям., перен ἔχω μεγάλη ἀξία:\цениться на вес золота перен εἶμαι ἐξαιρετικά πολύτιμος. -
16 неоценимый
[νιατσυνίμυϊ] εκ. πολύτιμος, ανεκτίμητος -
17 ценный
[τσιέννυί] εκ. πολύτιμος, ακριβός -
18 неоценимый
[νιατσυνίμυϊ] επ πολύτιμος, ανεκτίμητος -
19 ценный
[τσιέννυϊ] επ πολύτιμος, ακριβός -
20 гемма
-ы θ.πολύτιμος λίθος (σάπφειρος, ρουμπίνι, σμαράγδι κλπ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… … Dictionary of Greek
πολύτιμος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη τιμή, αξία, βαρύτιμος: Πολύτιμο πετράδι. – Πολύτιμος φίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύτιμος — πολύτῑμος , πολύτιμος much revered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… … Dictionary of Greek
σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… … Dictionary of Greek
ημιπολύτιμος — η, ο 1. αυτός που είναι κατά το ήμισυ πολύτιμος 2. φρ. «ημιπολύτιμος λίθος» πολύτιμη ποικιλία ορυκτών, η αξία των οποίων είναι μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι * + πολύτιμος με τη δεύτερη σημ.… … Dictionary of Greek
πολυτιμότερον — πολυτῑμότερον , πολύτιμος much revered adverbial comp πολυτῑμότερον , πολύτιμος much revered masc acc comp sg πολυτῑμότερον , πολύτιμος much revered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… … Dictionary of Greek
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
δακτυλιόλιθος — ο 1. κάθε πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος που τοποθετείται σε δαχτυλίδι, η δαχτυλιδόπετρα 2. πολύτιμος λίθος με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek