-
61 τεσσαρεσκαιδεκατος
-
62 τέταρτος
η, ο [άρτη, ον] четвёртый;δέκατος τέταρτος — четырнадцатый
-
63 δεκάται
δεκάτᾱͅ, δέκατοςtenth: fem dat sg (doric aeolic)δεκάτηfem nom /voc plδεκάτᾱͅ, δεκάτηfem dat sg (doric aeolic) -
64 δεκάταν
δεκάτᾱν, δέκατοςtenth: fem acc sg (doric aeolic)δεκάτᾱν, δεκάτηfem acc sg (doric aeolic) -
65 δεκάτηι
δεκάτῃ, δέκατοςtenth: fem dat sg (attic epic ionic)δεκάτῃ, δεκάτηfem dat sg (attic epic ionic) -
66 δεκάτωι
δεκάτῳ, δέκατοςtenth: masc /neut dat sg -
67 1182
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1182
-
68 δεκάτη
-
69 δέκοτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέκοτος
-
70 πεντεκαιδέκατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδέκατος
-
71 στηρίζω
A- ίξω Hp.Morb.4.52
(v.l.), 1 Ep.Pet.5.10, , Je.17.5, - ιῶ ib.Si.6.37, Je.24.6: [tense] aor.ἐστήριξα Il.4.443
, [dialect] Ep. ; inf.στηρίξαι Od.12.434
, Gal.19.192, PSI5.452.3 (iv A.D.); part.στηρίξας Sor.2.57
; opt.στηρίξειεν Th.2.49
; , App.BC1.98; imper.στηρισάτω AP14.72
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐστηριξάμην Il.21.242
, Hp.Fract. 11, etc. (v. infr.); later , Plu.Eum.11: [tense] fut.στηρίξομαι Philostr.VA5.35
:—[voice] Pass., [tense] fut.στηριχθήσομαι Gal.UP9.16
: [tense] aor.ἐστηρίχθην Tyrt.11.22
, Hp.VC3, Gal.15.126: [tense] pf.ἐστήριγμαι Hes.Th. 779
, Hp.Morb.3.3, etc.; inf.ἐστηρίσθαι LXX 1 Ki. 26.19
: [tense] plpf.ἐστήρικτο Il.16.111
, Hes.Sc. 218, etc. (Cf. στῆριγξ, σκηρίπτομαι):—make fast, prop, fix, [ἴριδας] ἐν νέφεϊ στήριξε sets rainbows in the cloud, Il.11.28; οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη, of Eris, 4.443; στηρίζειν αὐτὸ αὑτό φησι τὸ ἄπειρον (sc. Anaxagoras) Arist.Ph. 205b2, cf. Sor.2.61;σ. σήματ' ἐν οὐρανῷ Arat.10
; so prob., [λίθον] Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός he set the stone fast in the ground, Hes. Th. 498;βάσιν ἐστήριξαν Nic.Fr.74.49
;λίθον διορίζοντα ὅρους.. στηριχθῆναι ἐκέλευσαν OGI769
(Palestine, iii/iv A.D.).2 support, ; feed up a patient, Gal.19.192;σ. τὴν δύναμιν εὐστομάχοις τροφαῖς Id.18(2).34
, cf. Aret.CA1.1: metaph., confirm, establish,τὴν ἀρχήν App.BC1.98
;τοὺς ἀδελφούς Ev.Luc.22.32
, cf. 2 Ep.Thess.2.17, 1 Ep.Pet.5.10; corroborate, Sor.2.57.3 [voice] Med., ground, establish for oneself,κόσμον ἑαῖς στηρίξατο βουλαῖς Orph. Fr. 299
;πόδα ἐπὶ γαίης AP14.72
; πόντος στηρίξατο κῦμα νήνεμον settled its wave into a calm, ib.9.271 (Apollonid.).B [voice] Pass. and [voice] Med., to be firmly set or fixed, stand fast, οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι he could not get a firm footing, Il.21.242, cf. Plu.Eum.11;οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc. 218
; [δώματα] κίοσιν ἀργυρέοισι πρὸς οὐρανὸν ἐστήρικται the house is lifted up to heaven on pillars, Id.Th. 779; ;στηριχθεὶς ἐπὶ γῆς Tyrt.11.22
;πρὸς τῇ γῇ Arist.Mete. 376b23
(s.v.l.); ὅσοι ἐστηρίξαντο τῇ πτέρνῃ ἰσχυρῶς πηδήσαντες light heavily on it, Hp. Fract.11, cf. Art.86; ὕβον, ἐφ' οὗ ἐστήρικται τὸ ἄλλο σῶμα is steadied, Arist.HA 499a17; ἐστηριγμένα [ἔχειν] τὰ σπλάγχνα supported, opp. κρεμάμενα, Gal.15.570; ἄμπελος κάμακι ς. AP7.731 (Leon.);Ἀσκληπιὸν -ιζόμενον βάκτρῳ IG42(1).88.9
(Epid., ii A.D.); of the fixed stars, Arat.230, 274, etc.; opp. ἀκοντίζεσθαι, Arist.Mu. 395b4;λίθος ἐστήρικται Call.Ap.23
; χάσμα μέγα ἐστ. Ev.Luc.16.26; of places, merely to be situated, D.P.204.2 metaph., κακὸν κακῷ ἐστήρικτο evil was set upon evil, Il.16.111; τί τοι χόλος ἐστήρικται; A.R.4.816; δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο the tenth month was set in heaven, h.Merc.11; of a person, ὅπου.. στηρίζει ποτέ wheresoever thou art tarrying, art settled, S.Aj. 194 (lyr.); ὅροι ἐστηριγμένοι fixed principles, Hero *Geom.3.25; ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν ¯ must be firmly pronounced, D.H.Comp.22.3 of diseases,= infr. 11.2,μέχρις ἂν [οἱ νοσοποιοὶ χυμοὶ] ἔν τινι τῶν ἀσθενεστέρων στηριχθῶσιν Gal.15.126
, cf. 789,855, Aret.SA1.5.II [voice] Act. intr. in same sense,οὐδέ πῃ εἶχον.. στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον.. Od.12.434
; κῦμ' οὐρανῷ στηρίζον a wave rising up to heaven, E.Hipp. 1207: metaph.,οὐρανῷ στηρίζον.. κλέος Id.Ba. 972
; πρὸς οὐρανὸν καὶ γαῖαν ἐστήριξε φῶς ib. 1083, cf. Plu.Sull.6.2 of diseases, fix, settle, determine to a particular part, ὁπότε εἰς τὴν καρδίαν στηρίξειεν (sc. ἡ νόσος) Th.2.49;ἐνταῦθα σ. ἡ νοῦσος Hp.Aph.4.33
;εἰ.. ἐς τὸ ὀστέον στηρίξειε τὸ βέλος Id.VC12
; cf.στήριξις 2
.3 of planetary phases, pause, stand still, Gem.12.23, Plu.2.76d, Theo Sm.p.147 H., Ptol. Tetr.75, Vett.Val.183.1, Paul.Al.G.2.4 metaph., ἐπὶ δόγματος ς. hold fast to an opinion, D.L.2.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηρίζω
-
72 συντελής
A joining in the payment of taxes, etc., contributor, Antipho Fr.56; ἕκτος καὶ δέκατος ς. D.18.104; οὐδὲ τριηράρχους ἔτ' ὠνόμαζον ἑαυτούς, ἀλλὰ συντελεῖς ibid.; διακοσίους καὶ χιλίους πεποιήκατε ς. Id.21.155, cf. Poll.8.156; σ. τινός with another, IG22.1631.525, al.: c. dat., αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῖς οὖσαι ἀπέδοσαν ib.12.214.24: metaph., Πάρις.., οὔτε σ. πόλις neither Paris nor his associate city, A.Ag. 532; θεοὺς τοὺς συμβώμους καὶ ς. Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.).II generally, contributory,ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Arist. PA 674a22
: cf.συντελέω 11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντελής
-
73 τεσσαρακαιδέκατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακαιδέκατος
-
74 ἑξκαιδέκατος
A sixteenth, Hp.Epid.1.26.έ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξκαιδέκατος
-
75 ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτω-και-δέκατος: eighteenth.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀκτωκαιδέκατος
-
76 τριςκαιδέκατος
τρις-και-δέκατος: thirteenth.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τριςκαιδέκατος
-
77 δωδέκατος
δω-δέκατος, η, ον, der zwölfte. Oft ἡ δωδεκάτη ( δυωδεκάτη) substantivisch = der zwölfte Tag; τὸ δωδέκατον substantivisch = der zwölfte Teil -
78 ἑκκαιδέκατος
ἑκ-και-δέκατος, η, ον, der Sechszehnte -
79 ἑνδέκατος
ἑν-δέκατος, η, ον, der elfte -
80 ἐννεακαιδέκατος
См. также в других словарях:
δέκατος — tenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατος — η, ο (AM δέκατος, η, ον) Ι. αυτός που έχει τον αριθμό δέκα στην αρίθμηση κατά σειρά II. το θηλ. ως ουσ. η δέκατη και η δεκάτη (AM δεκάτη) 1. η δέκατη μέρα τού μήνα 2. το ένα δέκατο ποσότητας προϊόντων ή άλλων αγαθών 3. προσφορά τού ενός δεκάτου… … Dictionary of Greek
δέκατος — η, ο τακτ. αριθμ. επίθ. 1. αυτός που στη σειρά βρίσκεται στον αριθμό δέκα: Ήρθε δέκατος στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. το ουδ. ως ουσ., δέκατο το καθένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός διαιρεμένου πράγματος: Το ένα δέκατο του πληθυσμού είναι αλλοεθνείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάτω — δέκατος tenth masc/neut nom/voc/acc dual δέκατος tenth masc/neut gen sg (doric aeolic) δεκά̱τω , δεκάω pres imperat act 3rd sg δεκατόω take tithe of pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτων — δέκατος tenth fem gen pl δέκατος tenth masc/neut gen pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd pl δεκά̱των , δεκάω pres imperat act 3rd dual δεκατόω take tithe of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δεκατόω take tithe of imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκατον — δέκατος tenth masc acc sg δέκατος tenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάταις — δέκατος tenth fem dat pl δεκάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτη — δέκατος tenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτην — δέκατος tenth fem acc sg (attic epic ionic) δεκάτη fem acc sg (attic epic ionic) δεκά̱την , δεκάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτης — δέκατος tenth fem gen sg (attic epic ionic) δεκάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτοιο — δέκατος tenth masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)