-
1 Δάφνη
Δάφνη ηДафни – гавань, расположенная в середине Западного побережья Святой Горы Афон. Называется так потому, что, по словам святогорцев, лишь только паломник ступает на афонскую землю, его увенчивает ангел лавровым венцом нетленной славыЭтим.δάφνη «лавр, лавровое дерево» -
2 δαφνη
-
3 Δαφνη
ἡ Дафна (нимфа, которая, спасаясь от преследования влюбленного в нее Аполлона, была превращена в лавровое дерево) Luc. -
4 δάφνη
η лавр, лавровое дерево;§ δρέπω δάφνες — пожинать лавры;
επαναπαύομαι στις δάφνες μου — или κοιμούμαι επί των δάφνών μου — почить на лаврах;
καλύπτομαι οπό δάφνών — быть увенчанным лаврами
-
5 δάφνη
[дафни] ουσ θ лавр, лавровое дерево. -
6 δαφνα
-
7 αειθαλης
-
8 αναστεφω
1) увенчивать, венчать(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
2) увивать, обвивать(τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью -
9 δαφνηφορεω
-
10 δαφνηφορος
2лавроносный, увенчанный лавром(Ἀπόλλων Anacr., Plut.)
δαφνηφόροι κλῶνες Eur. — лавровые ветви;δαφνηφόροι τιμαί Aesch. — благоговейное венчание лаврами -
11 ευερνης
-
12 ευφυλλος
-
13 παγκαρπος
21) изобилующий всякими плодами(χθών Pind.)
2) сплошь покрытый плодами(δάφνη Soph.)
3) состоящий из всяких плодов(θύματα Soph.)
π. γονή Plat. — урожай всевозможных плодов4) словно состоящий из всевозможных плодов(ἀοιδή Anth.)
-
14 ποα
эп.-ион. ποίη, дор. ποία ἥ1) трава Hom. etc.ποία Μηδική Arph. — мидийская трава (предполож. люцерна или эспарцет);
ποία Παρνασίς Pind. предполож. = δάφνη2) луг, пастбище Xen., Plut.3) перен. весна, лето, т.е. год -
15 προπολευμα
- ατος τό акт служенияπ. δάφνης (= πρόπολος δάφνη) Eur. — священная ветвь лавра
-
16 Πυθικος
-
17 ροδοδαφνη
-
18 σκιερος
-
19 Τεμπικος
-
20 Ξηροποτάμου
Ξηροποτάμου (η μονή Ξηροποτάμου)Ксиропотам – афонский монастырь, находящийся неподалеку от пристани Дафни (см. Δάφνη). Был основан в 10 веке Павлом Ксиропотамским. В монастыре хранится самая большая часть Честного Креста Господня в виде креста, в котором находится отверстие от одного из гвоздей, которым был распят Господь. В отверстие вставлен огромный рубин с двенадцатью алмазамиЭтим.< ξερός + ποταμός «сухой + река»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ξηροποτάμου
См. также в других словарях:
Δάφνη — sweet bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — sweet bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνῃ — Δάφνη sweet bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνῃ — δάφνη sweet bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
Δάφνη — Sp Dãfnė Ap Δάφνη/Dafni L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Δάφνη, Αιμιλία — (Μασσαλία 1887 – Αθήνα 1941). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας και πεζογράφου Αιμιλίας Ζωιοπούλου. Υπήρξε σύζυγος του επίσης ποιητή Θρασύβουλου Ζωιόπουλου (Στέφανου Δάφνη, βλ. λ.).Έγραψεθεατρικά μονόπρακτα, μεταξύ των οποίων και το βραβευμένο… … Dictionary of Greek
δάφνη — η 1. δέντρο αειθαλές. 2. μτφ., τιμή, δόξα: Αναπαύεται στις δάφνες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Δάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 569 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου … Dictionary of Greek
Νέα Δάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας … Dictionary of Greek
Δάφναι — Δάφνη sweet bay fem nom/voc pl Δάφνᾱͅ , Δάφνη sweet bay fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)