Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Πυθικός

См. также в других словарях:

  • πυθικός — ή, ό / πυθικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια 2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Πυθικός — Πῡθικός , Πυθικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον Πύθιο Απόλλωνα, αλλ. πύθιος: Πυθικοί αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πυθικά — Πῡθικά , Πυθικός of neut nom/voc/acc pl Πῡθικά̱ , Πυθικός of fem nom/voc/acc dual Πῡθικά̱ , Πυθικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθικῶν — Πῡθικῶν , Πυθικός of fem gen pl Πῡθικῶν , Πυθικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθικόν — Πῡθικόν , Πυθικός of masc acc sg Πῡθικόν , Πυθικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАНЕГИРИК —    • Πανηγυρικòς λόγος,          panegyricus, речь изысканного содержания, произносимая с блестящей дикцией, по всем правилам риторического искусства, в торжественном собрании (πανήγυρις), рассчитанная на то, чтобы понравиться множеству… …   Реальный словарь классических древностей

  • pítico — ► adjetivo MITOLOGÍA Pitio, del dios Apolo. * * * pítico, a (del lat. «Pythĭcus», del gr. «Pythikós») adj. Pitio. * * * pítico, ca. (Del lat. Pythĭcus, y este del gr. Πυθικός, der. de Πυθώ, Delfos, ciudad de Grecia). adj. Perteneciente o relativo …   Enciclopedia Universal

  • πυθιακός — ή, όν, Α [Πύθια] ο σχετικός με τα Πύθια, πυθικός …   Dictionary of Greek

  • πυθόμαντις — εως, ὁ, ἡ, Α 1. πυθικός μάντης 2. φρ. «Πυθόμαντις ἑστία» η προφητική θέση στην Πυθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • πυθόχρηστος — ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α 1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.) 2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.) 3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διονύσου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»