-
1 ευερνης
См. также в других словарях:
ευερνής — εὐερνής, ές (Α) 1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.) 3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος… … Dictionary of Greek