-
1 педагог
педагог м о παιδαγωγός, ο δάσκαλος· ο καθηγητής (высшего и среднего учебного заведения)* * *мο παιδαγωγός, ο δάσκαλος; ο καθηγητής ( высшего и среднего учебного заведения) -
2 преподаватель
преподаватель м о δάσκαλος· ο καθηγητής (среднего и высшего учебного заведения)* * *мο δάσκαλος; ο καθηγητής ( среднего и высшего учебного заведения) -
3 руководитель
руководитель м 1) о επικεφαλής; о προϊστάμενος, ο διευθυντής (учреждения)' о ηγέτης (вождь) 2): классный \руководитель о υπεύθυνος δάσκαλος ( της τάξης)* * *м2)кла́ссный руководи́тель — ο υπεύθυνος δάσκαλος (της τάξης)
-
4 стать
стать 1) (встать) στέκομαι· \стать в очередь παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά 2) (сделаться) γίνομαι* \стать учителем γίνομαι δάσκαλος; стало темно σκοτείνιασε; βράδιασε (с наступлением вечера ) 3) (остановиться) σταματώ; часы* * *1) ( встать) στέκομαιстать в о́чередь — παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά
2) ( сделаться) γίνομαιстать учи́телем — γίνομαι δάσκαλος
ста́ло темно́ — σκοτείνιασε; βράδιασε ( с наступлением вечера)
3) ( остановиться) σταματώчасы́ ста́ли — το ρολόι σταμάτησε
••во что́ бы то ни ста́ло — οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο
-
5 учитель
учитель м о δάσκαλος; ο δημοδιδάσκαλος (начальной школы) \учительница ж η δασκάλα, η διδασκάλισσα (начальной школы)* * *м; ж - учительницаο δάσκαλος; ο δημοδιδάσκαλος ( начальной школы) -
6 школьный
-
7 учитель
учительм ὁ (δι)δάσκαλος:народный \учитель ὁ δημοδιδάσκαλος· \учитель математики (греческого языка) ὁ δάσκαλος τῶν μαθηματικών (τής ἐλληνικής γλώσσας)· \учитель фехтования ὁ διδάσκαλος ξιφασκίας· \учитель му́зыки ὁ μουσικοδιδάσκαλος· \учитель та́нцев ὁ χοροδιδάσκαλος. -
8 учитель
-я α., (πλθ. учителя), -ница, -ы θ.δάσκαλος, -άλα•народный учитель δημοδιδάσκαλος•
учитель младших классов δάσκαλος δημοτικού σχολείου•
учитель музыки μουσικοδιδάσκαλος•
учитель танцев χοροδιδάσκαλος.
|| καθηγητής, -τρια•-математики καθηγητής μαθηματικών.
|| παραινέτης. -
9 педагог
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > педагог
-
10 учитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учитель
-
11 быть
быть 1) (существовать) είμαι, υπάρχω 2) (находиться) είμαι, βρίσκομαι· где вы* * *1) ( существовать) είμαι, υπάρχω2) ( находиться) είμαι, βρίσκομαιгде вы бы́ли? — πού είσαστε
3) ( иметься) έχω, υπάρχωу меня́ не́ было свобо́дного вре́мени — δεν είχα ελεύθερη ώρα
в библиоте́ке есть мно́го ре́дких книг — στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλά σπάνια βιβλία
4) (в знач. связки)он был учи́телем — ήτανε δάσκαλος
••так и быть! — ας είναι!, έστω!
мо́жет быть — ίσως, πιθανό
бу́дьте (так) добры́... — έχετε την καλοσύνη…
бу́дьте здоро́вы! — γεια σας!
-
12 народный
народн||ыйприл λαϊκός, ἐθνικός:\народныйое хозяйство ἡ λαϊκή οἰκονομία· \народныйое достояние ἡ ἐθνική περιουσία, τό κτήμα τοῦ λαού· \народныйая власть ἡ λαϊκή ἐξουσία· \народный фронт τό λαϊκό μέτωπο· страны \народныйой демократии οἱ χώρες τής λαϊκής δημοκρατίας' \народныйая песня τό λαϊκό τραγούδι, τό δημώδες ἄσμα· \народный учитель ὁ δημοδι-δάσκαλος· \народный артист ὁ λαϊκός καλλιτέχνης· \народный суд см. нарсуд. -
13 наставник
наставникм разг ὁ παιδαγωγός, ὁ (δι)δάσκαλος. -
14 педагог
педагогм ὁ παιδαγωγός, ὁ δάσκαλος. -
15 преподаваниетель
преподавание||тельм ὁ δάσκαλος, ὁ διδάσκαλος (начальной школы) / ὁ καθηγητής (средней школы). -
16 прочить
прочитьнесов (предназначать кого-л., что-л.) προορίζω:учитель прочил ученику́ большую будущность ὁ δάσκαλος πρόβλεπε πώς ὁ μαθητής θά ἔχει εὐ-ρύ μέλλον. -
17 руководитель
руководительм ὁ ἡγέτης, ὁ ἀρχηγός, ὁ ἐπί κεφαλής (вождь, глава) / ὁ καθοδηγητής, ὁ (δι)δάσκαλος (инструктор) / ὁ διευθυντής, ὁ προϊστάμενος (распорядитель):\руководитель кружка ὁ καθοδηγητής τοδ ὁμίλου· \руководитель учреждения ὁ διευθυντής τοῦ ιδρύματος· классный \руководитель ὁ ἐπιμελητής. -
18 сельский
сельск||ийприл ἀγροτικός:\сельскийое хозяйство ἡ ἀγροτική οἰκονομία, ἡ γεωργία· \сельский учитель ὁ δάσκαλος τοῦ χωριοῦ. -
19 строгий
строг||ийприл вразн. знач. αυστηρός:\строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο. -
20 учительствовать
учитель||ствоватьнесов ἐργάζομαι δάσκαλος.
См. также в других словарях:
δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… … Dictionary of Greek
δάσκαλος — ο θηλ. δασκάλα 1. αυτός που επάγγελμά του είναι η διδασκαλία σε σχολείο, κυρίως δημοτικό: Είναι πολύ βασικό για την πορεία ενός παιδιού να έχει καλό δάσκαλο στο δημοτικό. 2. σχολαστικός, έμπειρος, τεχνίτης: Βρήκε το δάσκαλό του (φρ.). 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δάσκαλος, Ιωάννης ή Τσάκωνας — Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε σε μάχη στους Αγίους Θεοδώρους της Αθήνας … Dictionary of Greek
δασκαλεύω — [δάσκαλος] 1. διδάσκω, συμβουλεύω κάποιον 2. καθοδηγώ κάποιον, ιδίως για κακό … Dictionary of Greek
Σκούφος, Φραγκίσκος — Δάσκαλος, λόγιος κι ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες των χρόνων της τουρκοκρατίας (Χανιά 1644 Ζάκυνθος 1697). Μετά την άλωση της γενέτειρας του από τους Τούρκους (1645), η οικογένεια του, μαζί με το θείο του και επιφανή ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Παλαμάς — I Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο ναός του Αγίου… … Dictionary of Greek
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
πάμφιλος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Δημοφίλη. 2. Μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Επίκουρου. 3. Αθηναίος Δημαγωγός. Kαταδικάστηκε για κατάχρηση χρημάτων που … Dictionary of Greek