-
1 γυναικόμασθος
A having breasts like a woman: -μασθον, τό, abnormal development of the mamma, Gal.19.444, cf. Paul.Aeg.6.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόμασθος
-
2 γυναικοφίλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοφίλης
-
3 γυναικόβουλος
γῠναικό-βουλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόβουλος
-
4 γυναικογήρυτος
γῠναικο-γήρῡτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικογήρυτος
-
5 γυναικοδίδακτος
A taught by a woman, Olymp.in Alc. p.136C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοδίδακτος
-
6 γυναικοειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοειδής
-
7 γυναικοήθης
γῠναικο-ήθης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοήθης
-
8 γυναικοθοίνας
γῠναικο-θοίνας, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοθοίνας
-
9 γυναικόθυμος
γῠναικό-θῡμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόθυμος
-
10 γυναικοϊέραξ
A woman-hunter, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοϊέραξ
-
11 γυναικόκλωψ
A stealer of women, Lyc.771.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόκλωψ
-
12 γυναικόκοσμοι
γῠναικό-κοσμοι, οἱ,A = γυναικονόμοι, Poll.8.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικόκοσμοι
-
13 γυναικοκρασία
A womanish temper, Str.3.4.18, Plu. Cleom.33 (s.v.l.), 2.20a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοκρασία
-
14 γυναικοκρατέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοκρατέομαι
-
15 γυναικοκράτητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοκράτητος
-
16 γυναικοκρατία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοκρατία
-
17 γυναικοκτόνος
γῠναικο-κτόνος, ον,A murdering women, Ph.2.581, Cat.Cod.Astr.8(4).128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικοκτόνος
-
18 γυναικομανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικομανέω
-
19 γυναικομανής
γῠναικο-μᾰνής, ές,A mad for women, Chrysipp.Stoic.3.167, Ph.2.312, Gal.5.396, AP12.86 (Mel.), Luc.Alex.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικομανής
-
20 γυναικομανία
γῠναικο-μᾰνία, ἡ,A madness for women, Chrysipp.Stoic.3.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικομανία
См. также в других словарях:
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
гинеколо́гия — и, ж. Наука, изучающая особенности женского организма, заболевания женских половых органов и их лечение. [От греч. γυνη, γυναικος женщина и λογος учение] … Малый академический словарь
θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… … Dictionary of Greek
θεόμιμος — θεόμιμος, ον (Α) αυτός που μιμείται θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μιμος (< μίμος), πρβλ. γυναικό μιμος, παντό μιμος] … Dictionary of Greek
καλλίμασθος — και καλλίμαστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ωραίους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μασθος (< μασθός), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] … Dictionary of Greek
κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] … Dictionary of Greek
κενταυρόμορφος — κενταυρόμορφος, ον (Α) (για τη μονοφυσιτική δοξασία) αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ζωό μορφος] … Dictionary of Greek
κομπολόι — και κομπολόγι και κομβολόγι(ον), το (Μ κομπολόγι και κομβολόγιον) νεοελλ. 1. χάντρες γυάλινες, μεταλλικές, ξύλινες ή κεχριμπαρένιες περασμένες σε κλωστή ή αλυσίδα, τής οποίας τα άκρα συνάπτονται με κόμπο 2. μτφ. διαδοχική σειρά πολλών συναφών ή… … Dictionary of Greek
κοσμοπρεπής — κοσμοπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στο σύμπαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. γυναικο πρεπής, δουλο πρεπής] … Dictionary of Greek
κυνόφρων — κυνόφρων, ον (Α) αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικό φρων, τυραννό φρων] … Dictionary of Greek
λαοκρατία — η (Α λαοκρατία) νεοελλ. 1. η άσκηση τών εξουσιών τής πολιτείας από τον λαό 2. το καθεστώς τής λαϊκής δημοκρατίας αρχ. δημοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. γυναικο κρατία, τρομοκρατία] … Dictionary of Greek