-
1 γυναικομανία
γῠναικο-μᾰνία, ἡ,A madness for women, Chrysipp.Stoic.3.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικομανία
См. также в других словарях:
χρηματομανία — ἡ, Μ μανιώδης αγάπη για τα χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία, ἱππο μανία] … Dictionary of Greek
μητρομανία — η (Α μητρομανία) παθολογική γενετήσια επιθυμία στις γυναίκες, αλλ. νυμφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναικο μανία] … Dictionary of Greek