Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γῑνώσκω

См. также в других словарях:

  • γινώσκω — βλ. γιγνώσκω …   Dictionary of Greek

  • γινώσκω — γιγνώσκω come to know pres subj act 1st sg (ionic) γιγνώσκω come to know pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • познати — ПОЗНА|ТИ (388), Ю, ѤТЬ гл. 1.Познать, постичь: Крѣпъкъ силою зьрѧи вьсего. и очи ѥго на боѧштиихъсѧ ѥго. и тъ познаѥть вьсѧко дѣло чл҃чско. (ἐπιγνώσεται) Изб 1076, 178; Во ньже д҃нь аще призовѹ тѧ. се познахъ ˫ако б҃ъ мои ѥси ты. СбЯр XIII2, 29… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • κατεγνωσμένος — κατεγνωσμένος, η, ον (AM) μσν. αβάσιμος αρχ. βλ. καταγιγνώσκω. επίρρ... κατεγνωσμένως (Α) με τρόπο αξιόμεμπτο, επίμεμπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παθ. παρακμ. κατ έ γνωσ μαι τού κατα γινώσκω] …   Dictionary of Greek

  • ԳԻՏԵՄ — (տացի, տեա՛, տօղ.) NBH 1 0556 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. εἱδέω, εἵδω, οἷδα scio, (novi), ἑπίδομαι, γνώσκω cognosco, conscius, peritus sum (գտանի եւ Գիտա՛, տացի, տացօղ.) ռմկ. գիտնալ: Տե՛ս եւ ԳԻՏԵՆԱԼ. (լծ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԳԱՄ — (զգացի, կամ ացայ, զգա՛, ացեալ.) NBH 1 0724 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c ն.չ. αἱσθάνω, αἱσθάνομαι (որ է իբր Ազդիլ). sentio γινώσκω, ἑπιγινώσκω novi μεταλαμβάνω concipio եւն. որպէս թէ զիւրեւ կամ յինքն գալ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՍԱՆԵՄ — (հասի, հա՛ս, սէ՛ք.) NBH 2 0050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c չ. ՀԱՍԱՆԵՄ որ եւ ՀԱՍԱՆԻՄ. ռմկ. հասնիլ. παραγίνομαι , φθάνω, ἁφικνέομαι, προσέρχομαι pervenio, advenio ἑφάπτομαι, ἑφίστημι supervenio… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՃԱՆԱՉԵՄ — (ծանեայ, ծանուցեալ.) NBH 2 0169 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ն. (լծ. թ. թանըմագ. յն. ղինօսգօ. լտ. գօկնօսգօ ). ճանչնալ. γινώσκω, ἑπιγινώσκω cognosco, agnosco, novi εἱδέω scio ἑπίσταμαι peritus sum αἱσθάνομαι sentio… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄՏԱՆԵՄ — (մտի, մո՛ւտ, մտէ՛ք.) NBH 2 0305 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c չ. ՄՏԱՆԵՄ տե՛ս եւ ՄՏԵՄ, մտայ. εἱσέρχομαι , εἵσειμι, εἱσπορέομαι, ἑμβαίνω, εἱσάγομαι intro, introeo, ingredior, introducor, inducor διαδύνω penetro եւն. Մուտ առնել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»