-
1 γέρανοι
γέρᾱνοι, γέρανοςcrane: masc /fem nom /voc pl -
2 κατανέμω
A distribute, allot, freq. of pasture land,κ. Χώρην τισί Hdt. 2.109
, cf. Isoc.3.28;τὴν ὀργάδα D.H.1.79
, etc.;θέαν τινί D.18.28
.2 distribute, divide into portions, δέκα<Χα> δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς distributed or apportioned them in ten groups among the tribes, Hdt.5.69, cf. Decr. ap. D.59.104: without Prep.,τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη X.Cyr.7.5.13
; τὴν νῆσον δέκα μέρη κ. Pl.Criti. 113e; of a single person, κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν assign him to his post, Aeschin.1.155:—[voice] Pass.,δεῖ τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις κατανενεμῆσθαι Arist.Pol. 1331a20
.3 graze, (ii A.D.); occupy grazing land, PHib.1.52.3 (iii B.C.); of shepherds, pasture, [ πρόβατα] Eust.212.39.II [voice] Med., divide among themselves, Th.2.17, Pl.R. 547b.2 with [tense] aor. and [tense] pf. [voice] Pass., occupy, overrun, esp. with cattle, feed or graze land,τὴν Χώραν ἡμῶν -νενέμηνται Isoc.14.7
, cf. ib.20 (also in [voice] Act., βοσκήμασι κ. [ τὴν Χώραν] Decr. ap. D.18.154);γέρανοι -ενέμοντο Χώρην Babr. 26.1
: hence, plunder, ravage,πᾶσαν τὴν Λιβύην Ath.15.677e
.3 metaph., of a plague, ; ἀλφὸς κ. τὸ σῶμα spreads over, Plu.Art.23; so of fire, spread,εἰς τὰς πρώτας σκηνάς Plb.14.4.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανέμω
-
3 τανύφθογγος
τᾰνύ-φθογγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανύφθογγος
-
4 ἐναλλάξ
ἐναλλ-άξ, Adv.2 Math., alternando, Arist.EN 1131b6, APo. 74a18, 99a8; permutando, Euc.5Def.12.3 alternately, Pi.N.10.55, Pl.Criti. 113d, 119d; [ γέρανοι] καθεύδουσιν ἐπὶ ἑνὸς ποδὸς ἐ. Arist.HA 614b25; ἐ. ἐναντίως alternately contrariwise, Id.IA 712a13; of the teeth of carnivorous animals,ἐ. ἐμπίπτουσιν Id.PA 661b21
; πρήσσειν ἐ. to have alternations of fortune, Hdt.3.40: c.dat., ἤν τε μὴ ἐ. αἱ εὐτυχίαι τοι τῇσι πάθῃσι προσπίπτωσι alternately with misfortunes, ibid.; ἐ. ἀλλήλοις Aen. Tact.26.1: c.gen., D.S.5.7.4 in inverted order, upside down, Lib.Descr.13.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναλλάξ
-
5 ἠερόφωνος
ἠερό-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠερόφωνος
-
6 ἱππογέρανοι
ἱππο-γέρᾰνοι, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππογέρανοι
-
7 ὑπεύδιος
ὑπεύδιος, ον,A under the calm sky,γέρανοι Arat.1012
; τὰ ὑπεύδια καὶ κατασκιαζόμενα τῶν δένδρων sheltered.. trees, Plu. ap. EM103.53 = Sch.Il.15.625.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεύδιος
-
8 ἠέριος
Grammatical information: adj.Meaning: 1. `early, of the morning', connected with ἦρι `early, in the morning' (e.g. A. R. 3, 417: opposed to δείελον ὥρην); 2. `misty' = ἠερόεις, `in the air, airy' (Simon. 114, Hp. Vict. 1, 10, A. R., Arat., Opp.).Etymology: The places in Homer (always verse begin) are not all clear; to ἀήρ, ἠέρος probably Γ 7 ( γέρανοι), as against ι 52 (of the attacking Kikones) rather to ἦρι (cf. vv. 56-58 and Harrison ClRev. 51, 215); uncertain Α 497, 557 (of Thetis rising from the sea to the Olympos). Cf. Buttmann uad Bechtel Lex. s. v., Risch 105, Kretschmer Glotta 10, 53 n. 1. - In the meaning `early' we must start from an adv. *ἤερι (cf. Ήερί-βοια Ε 389), if not formed archaising after 2. from *ἤρι-ος (cf. ἠέλιος: ἥλιος). S. ἦρι.Page in Frisk: 1,624Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠέριος
См. также в других словарях:
γέρανοι — γέρᾱνοι , γέρανος crane masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἱ Ἰβύκου γέρανοι. — αἱ Ἰβύκου γέρανοι. См. Ивиковы журавли … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ивиковы журавли — Ср. Парфений, слышишь? Крик вдали, То Ивиковы журавли! В.А. Жуковский. Ивиковы журавли. Перев. с нем. Ср. Sieh da, sieh da, Timotheus, Die Kraniche des Ibycus. Schiller. Die Kraniche des Ibycus. Ср. Ibyci grues. Ср. Mich. Apostolii. Prov. Cent. 2 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Ивиковы журавли — Ивиковы журавли. Ср. Парѳеній, слышишь? Крикъ вдали, То Ивиковы журавли! В. А. Жуковскій. Ивиковы журавли. Перев. съ нѣм. Ср. Sieh da, sieh da, Timotheus, Die Kraniche des Ibycus. Schiller. Die Kraniche des Ibycus. Ср. Ibyci grues. Ср. Mich.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e … Hofmann J. Lexicon universale
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μηχάνημα — το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) [μηχανώμαι] 1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό 2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία νεοελλ. φρ. α) «μηχάνημα προβολής» τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη β) «μηχανήματα έργων»… … Dictionary of Greek