-
1 εκδικος
I21) беззаконный, нечестивый(ἀνήρ Soph., Eur.)
ἔκδικα πάσχειν Aesch. — незаслуженно страдать2) несущий возмездие, карающий, мстящий(χρονος Anth.)
αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι (sc. γέρανοι) Plut. — отмстившие за Ивика журавлиIIὅ (= σύνδικος См. συνδικος, лат. cognitor civitatis) юр. экдик, представитель государственных интересов, прокурор Cic., Plin.J. -
2 Ιβυκος
(ῑ) ὅ Ибик или Ивик (родом из Регия в южн. Италии, греч. лирический поэт 2-й пол. VI в. до н.э.; по преданию, убит разбойниками на пути в Коринф к Истмийским состязаниям) Arph., Plat.αἱ Ἰβύκου γέρανοι или ἔκδικοι Plut. погов. — Ивиковы журавли, т.е. мстители за невинно пролитую кровь (ср. баллады Фр. Шиллера и В. А. Жуковского «Ивиковы журавли»)
-
3 ιππογερανοι
οἱ гиппогераны, конежуравли (баснословное племя, ездившее верхом на журавлях) Luc. -
4 καθιζω
ион. κατίζω (fut. καθίσω - атт. καθιῶ, aor. ἐκάθισα - атт. καθῖσα - эп. κάθισα, pf. κεκάθικα, эп. part. καθίσσας - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)1) сажать, усаживать(τινὰ ἐπὴ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὴ θρόνου Hom., NT. и εἰς θρόνον Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT.)
2) тж. med. садиться(ἐν θρόνοισι, ἐπὴ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.)
3) сидеть(μετ΄ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὴ γῆς Arst.)
4) помещать(τινὰ ἐπ΄ οἰκήματος Her.)
5) созывать, устраивать(ἀνδρῶν ἀγοράς Hom.; δικαστήριον Arph. - ср. 12; τέν σύγκλητον Plut.)
; созывать на совещание(τοὺς νομοθέτας Dem.)
6) (публично) заседатьκ. καὴ δικᾶν Her. — заседать в суде, творить суд
7) размещать, располагать(στρατόν Eur.; τέν στρατιάν Thuc.)
8) располагаться, размещаться(ἐπὴ τέν Μητρόπολιν Thuc.)
9) находиться, жить10) ставить, расставлять(φύλακας Xen.)
11) делать, устраиватьκ. ἐνέδραν Plut. — устраивать засаду
12) устанавливать, учреждать(δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5)
13) назначать(δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT.)
τέν βουλέν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. — возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами14) вынуждать, заставлять15) садиться на мель, оказываться на мели Polyb. -
5 κλαγερος
См. также в других словарях:
γέρανοι — γέρᾱνοι , γέρανος crane masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἱ Ἰβύκου γέρανοι. — αἱ Ἰβύκου γέρανοι. См. Ивиковы журавли … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ивиковы журавли — Ср. Парфений, слышишь? Крик вдали, То Ивиковы журавли! В.А. Жуковский. Ивиковы журавли. Перев. с нем. Ср. Sieh da, sieh da, Timotheus, Die Kraniche des Ibycus. Schiller. Die Kraniche des Ibycus. Ср. Ibyci grues. Ср. Mich. Apostolii. Prov. Cent. 2 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Ивиковы журавли — Ивиковы журавли. Ср. Парѳеній, слышишь? Крикъ вдали, То Ивиковы журавли! В. А. Жуковскій. Ивиковы журавли. Перев. съ нѣм. Ср. Sieh da, sieh da, Timotheus, Die Kraniche des Ibycus. Schiller. Die Kraniche des Ibycus. Ср. Ibyci grues. Ср. Mich.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e … Hofmann J. Lexicon universale
έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… … Dictionary of Greek
αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μηχάνημα — το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) [μηχανώμαι] 1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό 2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία νεοελλ. φρ. α) «μηχάνημα προβολής» τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη β) «μηχανήματα έργων»… … Dictionary of Greek