-
1 γύλιος
γύλιος, ὁ, auch γυλιός accentuirt nach B. A. 228 (εἶδος πήρας στρατιωτικῆς, ἐν ᾡ ἦν σκόροδα καὶ κρόμμυα), der lange u. schmale, geflochtene ( ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten, Ar. Pax 519 Ach. 1062; neben στρωματεύς Alex. Ath. XI, 473 d. Bei Philem. Ath. VII, 231 a änderte Casaub. γυλίαν τιν' ἀργυρωμάτων in γύλιον, wie XI, 483 b aus Critias. Vgl. übrigens γαῦλος.
-
2 γυλιος
-
3 γυλιός
-
4 γυλιός
γυλιός ( γύλιος)Grammatical information: m.Derivatives: Also γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H., and the fish names γυλλίσκοι ἰχθύες ποιοί H., γυλάριον = μυξῖνος (sch. Opp. H. 1, 111). The gloss γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν H.will be a mistake for γυάλας (s.v. γύαλον).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. One compared ONo. kýll `bag for victuals', OHG kiulla `bag' \<* keula-, s.. W.-Hofmann s. vola. Futher to γύαλον? - Fur. 120 compares γυλάριον with κύλλαρος (s.v.)Page in Frisk: 1,332Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γυλιός
-
5 γύλιος
γυλιός ( γύλιος)Grammatical information: m.Derivatives: Also γύλλιον ἀγγεῖον πλεκτόν H., and the fish names γυλλίσκοι ἰχθύες ποιοί H., γυλάριον = μυξῖνος (sch. Opp. H. 1, 111). The gloss γυλλάς εἶδος ποτηρίου, παρὰ Μακεδόσιν H.will be a mistake for γυάλας (s.v. γύαλον).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. One compared ONo. kýll `bag for victuals', OHG kiulla `bag' \<* keula-, s.. W.-Hofmann s. vola. Futher to γύαλον? - Fur. 120 compares γυλάριον with κύλλαρος (s.v.)Page in Frisk: 1,332Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γύλιος
-
6 γύλιος
γύλιός ο вещевой мешок, ранец (солдатский); рюкзак -
7 γύλιος
γύλιοςlong-shaped wallet: masc nom sg -
8 γύλιος
γύλιος, der lange u. schmale, geflochtene ( ἐπίμηκες καὶ στενόστομον) Tornister der Soldaten -
9 γυλιός
sırt çantası -
10 γυλίου
γύλιοςlong-shaped wallet: masc gen sg -
11 γύλιον
γύλιοςlong-shaped wallet: masc acc sg -
12 мешок
мешок м το σακί, το τσουβάλι· вещевой \мешок о γυλιός* * *мτο σακί, το τσουβάλιвещево́й мешо́к — ο γυλιός
-
13 ранец
-нца α.1. (στρατ.) γυλιός.2. τσάντα σχολική (φερόμενη σαν γυλιός). -
14 ὀψαθήκη
-
15 рюкзак
ο σάκκος, ο γυλιός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рюкзак
-
16 вещевой
вещевойприл:\вещевой мешо́к ὁ γυλιός, τό ταγάρι, ὁ ντορβάς· \вещевой склад ἡ ἀποθήκη ἱματισμού (или ρουχισμού). -
17 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
18 ранец
ранецм ὁ γυλιός (солдатский)/ ἡ σάκκα, ἡ τσάντα (школьный). -
19 рюкзак
рюкзакм ὁ γυλιός. -
20 haversack
['hævəsæk](a bag worn over one shoulder by a walker etc for carrying food etc.) γυλιός,σακίδιο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γύλιος — long shaped wallet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυλιός — ο (AM γυλιός και γυλιός) στρατιωτικός σάκος για τη φύλαξη ατομικών ειδών, τροφίμων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με γερμανικές λέξεις με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kiulla «σάκος», αρχ. νορβ. kyll… … Dictionary of Greek
γυλιός — ο στρατιωτικό σακίδιο για ατομικά είδη του στρατιώτη και τρόφιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυλίου — γύλιος long shaped wallet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύλιον — γύλιος long shaped wallet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гуля — I гуля I. голубь, Columba ; ср. подзывание: гуль гуль! Звукоподражание, как и швейц. нем. Gûl петушиный крик , эльзасск. Gulli, Guller, о котором см. Суолахти, Vogeln. 233. Ср. также коми gul u голубь (по мнению Калимы (RLS 53) и Вихм. – Уотилы… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… … Hofmann J. Lexicon universale
γυλιαύχην — ( ενος), ο, η (Α) μακρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν ( ένος)] … Dictionary of Greek
γύλιον — γύλιον, το (Μ) ο γυλιός … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η το σύνολο των ειδών που κουβαλάει ο στρατιώτης σε πορεία (εκτός από τον οπλισμό του), με τα οποία μεταφέρει τα απαραίτητα είδη τροφής, λινοστολής και πυρομαχικών (γυλιός με το περιεχόμενο του, σιτιοδόχη, παγούρι, ζωστήρας, παλάσκες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)