Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γωνιώδης

См. также в других словарях:

  • γωνιώδης — angular masc/fem acc pl (attic epic doric) γωνιώδης angular masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) γωνιώδης angular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιώδης — ες (AM γωνιώδης, ες) ο γωνιοειδής …   Dictionary of Greek

  • γωνιώδης άρθρωση — Άρθρωση όπως εκείνη του γονάτου, στην οποία οι επιφάνειες δύο οστών εφαρμόζουν σφιχτά επιτρέποντας μόνο την κίνηση μπρος και πίσω …   Dictionary of Greek

  • γωνιώδη — γωνιώδης angular neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γωνιώδης angular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γωνιώδης angular masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιῶδες — γωνιώδης angular masc/fem voc sg γωνιώδης angular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιώδεις — γωνιώδης angular masc/fem acc pl γωνιώδης angular masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • αγκαθός — ο 1. η προς τον κρόταφο κόγχη τού ματιού 2. εσωτερική γωνία σπιτιού 3. εξωτερική γωνία κάθε αντικειμένου 4. το άκρο τής καρίνας πλοίου 5. γωνιώδης εγκοπή ξύλου, όπου μπαίνει το άκρο άλλου ξύλου για να στερεωθεί και να εφαρμόσει καλύτερα 6.… …   Dictionary of Greek

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»