Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γωνιάζω

См. также в других словарях:

  • γωνιάζω — place at an angle pres subj act 1st sg γωνιάζω place at an angle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιάζω — γωνιάζω, γώνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γωνιάζω — (AM γωνιάζω) [γωνία] δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας μσν. νεοελλ. κρύβω νεοελλ. 1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές τού αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία 2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι) …   Dictionary of Greek

  • γωνιάζω — γώνιασα, γωνιάστηκα, γωνιασμένος 1. δίνω σε κάτι σχήμα γωνίας. 2. δοκιμάζω με το γωνιόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνιᾷ — γωνιάζω place at an angle fut ind mid 2nd sg (epic) γωνιάζω place at an angle fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιασθεισῶν — γωνιάζω place at an angle aor part pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιᾶται — γωνιάζω place at an angle fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιῶσαι — γωνιάζω place at an angle fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιᾶν — γωνία corner fem gen pl (doric aeolic) γωνιάζω place at an angle fut part act masc voc sg (doric aeolic) γωνιάζω place at an angle fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γωνιάζω place at an angle fut part act masc nom sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιῶν — γωνία corner fem gen pl γωνιάζω place at an angle fut part act masc voc sg γωνιάζω place at an angle fut part act neut nom/voc/acc sg γωνιάζω place at an angle fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγωνιάσας — ἐγγωνιά̱σᾱς , ἐν γωνιάζω place at an angle fut part act fem acc pl (doric) ἐγγωνιά̱σᾱς , ἐν γωνιάζω place at an angle fut part act fem gen sg (doric) ἐγγωνιάσᾱς , ἐν γωνιάζω place at an angle aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»