-
1 γωνιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιακός
-
2 γωνιακός
angularΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γωνιακός
-
3 γωνιακόν
γωνιακόςangular: masc acc sgγωνιακόςangular: neut nom /voc /acc sg -
4 γωνιακούς
γωνιακόςangular: masc acc pl -
5 γωνιακήν
γωνιακόςangular: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 γωνιακώς
-
7 γωνιακῶς
-
8 γωνιακάς
γωνιακά̱ς, γωνιακόςangular: fem acc pl -
9 γώνιος
-
10 γωνία
Grammatical information: f.Meaning: `corner' (Hdt.), also `leader'(LXX). In geometry Mugler, Terminologie géométr.Compounds: Sec. member - γωνος in τρί-γωνος etc. (as - βιβλος to βιβλίον etc.) s. Debrunner IF 60, 40ff. συγγωνίος (RPh 73 (1999) 84).Derivatives: γωνίδιον (Luk.). γωνιαῖος (Pl. Kom.), γωνιήϊος (Delphi), γωνιώδης (Hp.), γωνιακός (Procl.); γώνιος (pap. VIp); - γωνιάζω (Porph.) with γωνιασμός (Ar.); γωνιόομαι (Dsc.) with γωνίωμα (Eust.) and γωνίωσις (Archig. Med.). παραγωνίζω RPh. 71 (1997) 155f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Generally connected with γόνυ (s. v.). The long vowel is problematic. Perhaps from *γονϜ-ία with Doric development (geometricians were Pythagoreans). Skt. jā́nu arose from *ǵonu (Brugmanns law) and is irrelevent.Page in Frisk: 1,336-337Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γωνία
См. также в других словарях:
γωνιακός — ή, ό αυτός που βρίσκεται στη γωνία … Dictionary of Greek
γωνιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που βρίσκεται σε γωνία: Το γωνιακό μαγαζί είναι του αδερφού μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνιακόν — γωνιακός angular masc acc sg γωνιακός angular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιακούς — γωνιακός angular masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιακήν — γωνιακός angular fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιακῶς — γωνιακός angular adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκώνιος — ἐναγκώνιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στον αγκώνα («εναγκώνιος φλέψ», Σωρ.) 2. αυτός που έχει τη μορφή αγκώνα, ο όμοιος με αγκώνα, γωνιακός («ἐναγκώνιον σχῆμα τῆς χειρός», Μάρκελλ.) … Dictionary of Greek
επιγώνιος — ἐπιγώνιος, ον (Α) 1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια οι ακρογωνιαίοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γών ιος (< γωνία)] … Dictionary of Greek
γωνιακάς — γωνιακά̱ς , γωνιακός angular fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)