Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

γωνιακός

См. также в других словарях:

  • γωνιακός — ή, ό αυτός που βρίσκεται στη γωνία …   Dictionary of Greek

  • γωνιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που βρίσκεται σε γωνία: Το γωνιακό μαγαζί είναι του αδερφού μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γωνιακόν — γωνιακός angular masc acc sg γωνιακός angular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιακούς — γωνιακός angular masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιακήν — γωνιακός angular fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γωνιακῶς — γωνιακός angular adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναγκώνιος — ἐναγκώνιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στον αγκώνα («εναγκώνιος φλέψ», Σωρ.) 2. αυτός που έχει τη μορφή αγκώνα, ο όμοιος με αγκώνα, γωνιακός («ἐναγκώνιον σχῆμα τῆς χειρός», Μάρκελλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιγώνιος — ἐπιγώνιος, ον (Α) 1. γωνιακός («λίθον... τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον», Γρηγ. Νύσσ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιγώνια οι ακρογωνιαίοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γών ιος (< γωνία)] …   Dictionary of Greek

  • γωνιακάς — γωνιακά̱ς , γωνιακός angular fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»