-
1 γυμνασίου
γυμνάσιονbodily exercises: neut gen sg -
2 γυμνάσιον
I in pl., bodily exercises, Pi.Fr.129.4, Hdt.9.33, Hp.Art.58, Pl.R. 539d,etc.2 metaph., γυμνάσιον γράφειν write an exercise or essay, Gal.19.17.II gymnastic school, E.Ph. 368, Antipho 3.2.3, Pl.Criti. 117c(pl.),etc.; ἐκ θἠμετέρου γυμνασίου from our school, Ar.V. 526: pl., γ. τὰ ἱππόκροτα the hippodrome, E.Hipp. 229 (anap.).b οἱ ἀπὸ γ. in Egypt, those who have received training as ἔφηβοι, i.e. the Hellenized inhabitants of the μητροπόλεις, PFlor.179.24 (i A. D.), etc.2 generally, school,ἐν γυμνασίοις Ἀκαδημίας Epicr.11.11
;ἐν Ὁμηρείῳ γ. Epigr.Gr.860
([place name] Chios);γ. ἀρετῆς Luc.Nigr.19
; of a philosophic school,ἐκ τοῦ αὐτοῦ γ. Pl.Grg. 493d
, cf.ὁ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ γ. Dam.Pr. 399
: metaph.,γῆ γ. ζωῆς Secund.Sent.15
.3 in collective sense, the youths who attend the school, IPE2.299.8 ([place name] Panticapaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνάσιον
-
3 παλαιστροφύλαξ
A superintendent of a wrestling-school, Hp.Epid.6.8.30, IG5(2).47 ([place name] Tegea), Inscr.Délos 372 A98 (200 B.C.), OGI345.22 (Delph., i B. C.), Epigr.Gr.411, Ael.VH8.14;π. τοῦ μεγάλου γυμνασίου PRyl.121.3
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιστροφύλαξ
-
4 παραδοχή
A reception, Epicur.Nat.Herc.908.4;σπέρματος Orib.22.7.1
, cf. Plu.2.1056f, Sor.1.55; of mental apprehension, Phld.Sign.22.2 that which has been received, hereditary custom,πάτριοι π. E.Ba. 201
; tradition, Hippod. ap. Stob.4.1.95;κοινὴ π. S.E.P.1.146
;π. Ἑλληνισμοῦ A.D.Adv.168.9
.2 Gramm., ἐν π. τοῦ ἄρθρου γενέσθαι admit the use of the article, A.D.Synt.57.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδοχή
-
5 προνοητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προνοητής
-
6 προσβαίνω
προσβαίνω, [dialect] Dor. [pref] ποτι- Sophr. in Stud.Ital.10.123: [tense] fut. - βήσομαι: [tense] aor. 2 προσέβην: [tense] aor. [voice] Med. προσεβήσατο, [dialect] Ep.A- ετο Il.14.292
:— put one's foot against, Hom. (who uses only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med.), ; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ π., so as to get a purchase in drawing it, X.An.4.2.28; .2 approach, c. acc. loci, in Hom. mostly of mountains or heights,Ἥρη.. προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Il.14.292
, cf. 2.48, 23.117, Od.21.5, Hes.Sc.33, A.Pr. 130 (lyr.), E.Alc. 480, etc.; ἐς ἄλσος, ἐς τὴν Αάκαιναν, S.OC 125 (lyr.), X.HG7.1.29; l.c.<*> c. dat., τῷ τείχει π. Pl.Phdr. 227d, etc.3 mount, ascend,κατά τι Hdt.1.84
, cf. Plb.7.17.4;πρὸς λόφον Id.1.30.10
, etc.; ὄρει π. climb up a mountain, of a town, Philostr.VA2.9;τοῦ ποταμοῦ πρὸς πάντα τὰ χώματα προσβαίνοντος PPetr.2p.22
(iii B.C.).4 abs., walk,π. μακράν S.Ph.42
.5 metaph., come upon, τίς σε.. προσέβη μανία; Id.OT 1300 (anap.);ἄλλοις ἄλλα π. ὀδύνα E.IT 195
(lyr.).c join a group,ἐπίκρισις τῶν -βαινόντων εἰς τοὺς ἀπὸ γυμνασίου POxy. 257.5
(i A.D.), cf. Sammelb.7440.10 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβαίνω
-
7 προστάτης
A one who stands before, front-rank man, f.l. for πρωτοστάτης in X.Cyr. 3.3.41, Eq.Mag.2.2,6:—but elsewh.,II leader, chief, esp. of a democracy,προστάτεω ἐπιλαβέσθαι Hdt.1.127
, 5.23;οἱ π. τοῦ δήμου Th.3.75
, 4.46,66; οἱ τῶν δήμων π. Id.3.82;ὁ π. Κλέων Ar.Ra. 569
, cf. Eq. 1128 (lyr.); ; [Σόλων] πρῶτος τοῦ δήμου π. Arist.Ath.2.2,al.2 generally, ruler, opp. ἀστοί, A.Supp. 963; ;Κνωσίων Arr.Epict.3.9.3
; (Epirus, iii B.C.); χώρας, χθονός, E.Heracl. 964, IA 373 (troch.); τῆς Ἑλλάδος προστάται, of the Spartans, X.HG 3.1.3, cf. Isoc.4.103, D.9.23; π. τοῦ ἐμπορίου, of Greeks in Egypt, Hdt. 2.178;τοῦ πολέμου X.Cyr.7.2.23
; προστάται τῆς εἰρήνης its chief authors, Id.HG5.1.36; τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας π. D.22.78; administrator,τῆς κεχωρισμένης προσόδου PTeb.81.19
(ii B.C.); [ τοῦ ἱεροῦ] OGI531.3 (Bithynia, iii A.D.); θεᾶς ib.209.4 (Philae, iii A.D.), cf. Ostr. 412, al. (i A.D.): metaph.,ἔρως π. τῶν ἀργῶν ἐπιθυμιῶν Pl.R. 572e
.3 president or presiding officer,π. τοῦ γυμνασίου CIG2881.16
([place name] Branchidae), cf. OGI130.16 (Egypt, ii B.C.), Supp.Epigr.4.598.37 (Teos, i B.C.), IG22.1368.13; π. συνεδρίου ib.9(2).205.33 (Aetolian League); προβούλων ib.9(1).694.116 (Corc.); [ γερουσίας] ib.7.2808 (Hyettus, iii B.C.); δαμιοργῶν ib.5(1).1425.16 ([place name] Messene); [ βουλᾶς] ib.14.256.5 ([place name] Phintias);τῆς μέσης Ἀκαδημίας S.E.P.1.232
: freq. in pl., = πρυτάνεις, SIG194.15 (Amphipolis, iv B.C.), etc.; γνώμα προστατᾶν ib.187.1 (Cnidus, iv B.C.), cf. IG12(8).264.13 (Thasos, iv B.C.).III one who stands before and protects, guardian, champion, , cf. 798; ; [ τῆς ποιητικῆς] Id.R. 607d;τῆς πάντων ἐλευθερίας D.15.30
, etc.; epith. of gods, as Apollo, S.Tr. 209 (lyr.), IPE12.89 (ii A.D.).2 at Athens, etc., patron who took charge of the interests of μέτοικοι, etc.: hence ἐπὶ προστάτου οἰκεῖν live under protection of a patron, Lys.31.9, 14, Lycurg.145; προστάτην ἐπιγράφειν τινά choose as one's patron, Luc. Peregr.11; ; , cf. S.OT 882 (lyr.); νέμειν π. Arist.Pol. 1275a13; also γράφεσθαι προστάτου to be entered by one's patron's name, be attached to a patron, .3 = Lat. patronus, Plu.Rom.13, Mar.5, IG3.687, 14.1078 (Rome, iii A.D.), OGI549.6 (Ancyra, iii A.D.), etc.IV θεοῦ π. one who stands before a god to entreat him, suppliant, S.OC 1278, cf. 1171.V Medic., prostate gland, Herophil. ap. Gal.UP14.11 (v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστάτης
-
8 σύστασις
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων ς. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα ς. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27;σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15
.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας ([etym.] ἀπέδωκεν[]) (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.2 communication between a man and a god,ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209
, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [ τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14;σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10
;πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62
(vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).B ([etym.] συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict,ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117
, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ς. Pl.Lg. 833a;ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3
;ὅταν.. σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16
, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body,καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti. 89a
;καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll.
ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71;μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp. 983
; soἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17
vulg. (f.l. for τάσις).2 meeting, accumulation, e.g. of humours,σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac. 233
; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., ; combination,τραγῳδίαν.. εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d
.3 knot of men assembled, E.Andr. 1088 (pl.), Heracl. 415 (pl.); [full] κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ ς. national unions, Plb.23.1.3;κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7
.II composition, structure, constitution of a person or a thing,τῶ κόσμω Ti.Locr.99d
, cf. Pl.Ti. 32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp. 188a, Ti. 36d; of the parts of an animal, Arist.PA 646a20, GA 744b28, al.;σώματος Sor.1.111
;τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35
G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ς. Pl.Ti. 75b; φυσικὴ ς. Arist. Cat. 9b18;ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol. 1295b28
, cf. 1332a30;τῶν πραγμάτων Id.Po. 1450a15
; τοῦ μύθου ib. 1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31;τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361
S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου ς. expression of face, Plu.Per.5.b abs., political constitution, Pl.R. 546a, Lg. 702d, etc.c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of.., PGiss.56.7 (vi A.D.).2 coming into existence, formation, , cf. c;πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg. 782a
; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων ς. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b;τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA 547b14
, Plb.6.4.13, etc.; of a river,τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1
;σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8
.3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ ς., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58;σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b
; degree of solidity, consistency,σπέρμα.. τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46
, cf. 58; solid knot or lump, [ μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88;μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134
, cf. 6.249, Dsc.3.7;τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761
; λεαίνεται μέχρι ς. Orib.Fr.55.4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς ς. Arist.PA 654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ ς. Arist.HA 519b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστασις
-
9 ἀπάλαιστρος
A not trained in the palaestra, unskilled in wrestling, AP12.222 (Strat.); opp. οἱ μετέχοντες τοῦ γυμνασίου, CIG 3086 ([place name] Teos).2 generally, awkward, clumsy, Cic.Orat.68.229, Quint.Inst.9.4.56, Phld.Rh.1.8 S. ([comp] Sup.).II not customary in the palaestra, contrary to its rules, AP5.213 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάλαιστρος
См. также в других словарях:
γυμνασίου — γυμνάσιον bodily exercises neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… … Dictionary of Greek
Νέμεα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… … Dictionary of Greek
Νεμέα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek