-
1 αὐθαίρετος
αὐθ-αίρετος, ον,A self-chosen, self-elected,στρατηγοί X.An. 5.7.29
; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668;γυμνασίαρχος OGI583.8
;συνήγορος POxy.1242.10
. Adv.- τως Inscr.Magn.163.15
, PLond. 2.280.7 (i A. D.).II by free choice, of one-self, E.Supp. 931;αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17
; independent, free,εὐβουλία Th.1.78
;ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN 1114b6
.III of things, due to one's own choice,ὄλβος B.Fr.20
; usu. of evils, self-incurred, ; ; νόσοι.. αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40;θάνατος X.HG6.2.36
;λῦπαι Men.634
;δυστύχημα Id.618
. Adv.- τως
of free choice, 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr. 361 (iv A. D.);πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24
, independently, Luc.Anach.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐθαίρετος
См. также в других словарях:
ιδιαίρετος — ἰδιαίρετος, ον (Μ) ο εκλεγμένος ξεχωριστά. επίρρ... ἰδιαρέτως (Μ) με τη θέληση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο + αιρετος (< αιρετός < αιρώ), πρβλ. αναφ αίρετος, αυθ αίρετος] … Dictionary of Greek
ευαίρετος — εὐαίρετος, ον (Α) αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται ή κυριεύεται, ο ευάλωτος («εὐαίρετος λαγώς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιρετός (< αιρώ), πρβλ. αδι αίρετος, αυθ αίρετος] … Dictionary of Greek
παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον … Dictionary of Greek
αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… … Dictionary of Greek