Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γρῦνος

См. также в других словарях:

  • γρυνός — και γρουνός, ο (Α) ξερό ξύλο, δαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE *greus «καίω, σιγοκαίω»] …   Dictionary of Greek

  • γρυνός — fagot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῦνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυνοί — γρυνός fagot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυνῶν — γρυνός fagot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυνόν — γρυνός fagot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῦνοι — γρῦνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρουνός — ο βλ. γρυνός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»