-
1 γρηί
γρηΐ, γραῦςold woman: fem dat sg (epic) -
2 περιπλέκω
Aπεριπλεκείς Tim.Pers. 157
:— twine or fold round,π. τινὶ τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα Luc.Anach. 31
; embrace,ταῖς χερσὶν τοὺς πόδας τινός D.H.8.54
; τινα Call.Epigr. 45 :—[voice] Med., hug one another, Luc.Anach.1 :—used by Hom. only in [voice] Pass., fold oneself round, embrace, c. dat., [ἱστῷ] περιπλεχθείς Od. 14.313
;γρηῒ περιπλέχθη 23.33
; ; ἀμφὶ γόνασι π. Tim. l.c.;περιπλέκονται ἀλλήλοις οἱ ὄφεις Arist. GA 718a27
, cf. HA 550a12;δεσμὰ π. τινί Luc.DDeor.17.1
: abs., [δίκτυον] εὖ μάλα περιπλεκόμενον close folding, X.Mem.3.11.10;τὰ στοιχεῖα.. περιπλεκόμενα γεννᾶν Arist.GC 325a34
(also c. acc. cogn., περιπλέκεσθαι περιπλοκήν, of atoms, Id.Fr. 208);περιπλακεῖσα συκῆ Thphr. CP5.5.3
: metaph., embrace an idea, Iamb.VP35.258 (s. v.l.).II complicate, entangle,τὸν λόγον Luc.Herm.81
, cf. Gal.5.339; περιπεπλεγμένον intricate, involved, Pl.Plt. 265c; περιπεπλ. φιλία, of a flatterer, Plu.2.62d.2 wrap up in words, i. e. in circumlocutory and indirect phrases,αἰσχυνόμενος δὲ π. τὴν συμφοράν Com.Adesp.576
; οὐκ οἶδ' ὅπως δυνήσομαι π. Aeschin.1.52; ἐμπλέκοντες καὶ περιπλέκοντες καὶοὐθὲν βουλόμενοι λέγειν ἐφεξῆς D.Chr.11.24
;σαφῶς, μηδὲν περιπλέκων Gal.8.948
, cf. Arr.Epict.2.19.27, Hermog.Meth.8, D.C.63.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπλέκω
-
3 γρηῦς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γρηῦς
-
4 γρῆυς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γρῆυς
-
5 καμῖνώ
καμῖνώ, οῦς: γρηὶ καμῖνοῖ ϝῖσος, like an old oven-woman, bake-woman (of a clattering tongue, as in Eng. ‘fish-woman’), Od. 18.27†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καμῖνώ
См. также в других словарях:
γρηί — γρηΐ , γραῦς old woman fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινώ — καμινώ, οῡς, ἡ (Α) [κάμινος] γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῑ ἴσος» όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ. το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα … Dictionary of Greek
περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ĝer-, ĝerǝ-, ĝrē- — ĝer , ĝerǝ , ĝrē English meaning: to rub; to be old; grain Deutsche Übersetzung: “morsch, reif werden, altern” Note: also, esp. in formations with formants no , “corn, grain, Kern” (only NW IE); die oldest meaning seems “rub”… … Proto-Indo-European etymological dictionary