-
1 γραμματικής
-
2 γραμματικῆς
-
3 γραμματικη
ἥ1) (sc. τέχνη или ἐπιστήμη) учение о письме и чтении, словесность, грамматика ( в широком смысле) Plat., Arst.2) умение читать и писать, грамота(ἄπειρος γραμματικῆς Polyb.)
3) письмена, алфавит(τὰ γράμματα τῆς μετ΄ Εὐκλείδην γραμματικῆς Plut.)
-
4 παρώνυμος
παρώνυμος, von einem Namen, Worte abgeleitet, danach gebildet, benannt; γραμματικὸς παρ. ἀπὸ τῆς γραμματικῆς, Arist. categ. 1; bes. Gramm. – Auch adv, ἀπ' οὐδενὸς γένους παρωνύμως ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ εἴδους λέγεται, Arist. top. 2, 4; Sp.
-
5 βάσις
βάσις, ἡ, 1) Tritt, Gang, ἥσυχος φρενῶν β. Aesch. Ch. 445; κυνός Soph. Ai. 8; οὐκ ἔχω βάσιν, vom hinkenden Philoktet, Phil. 686; βάσιν ἀντερείδειν 1399; ἐφιστάναι Tr. 338; bes. rhythmische Bewegung, Pind. P. 1, 2; χορείας Ar. Ih. 968; ῥυϑμῶν Plat. Legg. II, 670 d; vgl. Rep. III, 399 e; Versfuß, Arist. pol. 2, 2, 9; vgl. Herm. opusc. II p. 108. Bei Rhet. auch rhythmischer Ausgang eines Satzes. – 2) Fuß, Plat. Tim. 92 a u. öfter bei Sp. – 3) worauf etwas steht, Grund, Fußgestell, z. B. des κρατήρ, Alex. Ath. XI, 472 a; neben πυϑμήν Plat. Phaed. 112 b u. sonst; πύργων, λεβήτων, Pol. 1, 48. 5, 88; vgl. P. Sil. 81 (VII, 588), wo ein Grammatiker βάσις γραμματικῆς heißt; bes. in der Geometrie, Grundlinie, Grundfläche, τριγώνων, ἐπιπέδου, Plat. Tim. 53 c 55 e u. öfter in diesem Dialog; übh. Festigkeit, neben στάσις der φορά entgeggstzt Crat. 437 a.
-
6 ἀ-συν-ήθης
ἀ-συν-ήθης, ες, ungewohnt, χῶρος, Empedocl. 10; γραμματικῆς, der nicht lesen kann, Pol. 10, 47.
-
7 ἀσυνήθης
ἀ-συν-ήθης, ungewohnt; γραμματικῆς, der nicht lesen kann
См. также в других словарях:
γραμματικῆς — γραμματικός knowing one s letters fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Giannis Psycharis — Ioannis (Giannis) Psycharis ( Ιωάννης (Γιάννης) Ψυχάρης, * in ; † in ), war ein und . Er wurde im damals russischen in der heutigen geboren und wuchs in auf. Im Alter von 15 Jahren, nach Abschluss seines , verließ Psycharis die Stadt, um zu… … Deutsch Wikipedia
Ioannis Psycharis — Ioannis (Giannis) Psycharis (griechisch Ιωάννης (Γιάννης) Ψυχάρης, * 15. Mai 1854 in Odessa; † 1929 in Paris), war ein griechischer Philologe und Schriftsteller. Er wurde im damals russischen Odessa in der heutigen Ukraine geboren und wuchs… … Deutsch Wikipedia
Psycharis — Ioannis (Giannis) Psycharis ( Ιωάννης (Γιάννης) Ψυχάρης, * in ; † in ), war ein und . Er wurde im damals russischen in der heutigen geboren und wuchs in auf. Im Alter von 15 Jahren, nach Abschluss seines , verließ Psycharis die Stadt, um zu… … Deutsch Wikipedia
αγραμματίκευτος — ἀγραμματίκευτος, ον (Μ) [γραμματικεύομαι] αυτός που είναι άπειρος τής γραμματικής, που έχει άγνοια τής γραμματικής … Dictionary of Greek
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
λειχούδης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων από την Κεφαλονιά. 1. Ιωαννίκιος (Ληξούρι 1633 – Μόσχα 1717). Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έγινε κληρικός και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του έως το 1683. Την ίδια… … Dictionary of Greek