-
1 γράμμ'
γράμμα, γράμμαthat which is drawn: neut nom /voc /acc sg -
2 γραμμιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιαῖος
-
3 γραμμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμίζω
-
4 γραμμικός
A linear, geometrical,θεωρία Gal.UP10.12
;ἀπόδειξις Plu.Marc.14
, Theol.Ar.26;ἀνάγκαι Olymp.in Grg.p.260
J. Adv. - κῶς by means of lines, geometrically,ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92
, cf. Ptol.Alm.2.12, Procl.in R.2.27 K.2 γ. ἀριθμός linear number, Nicom.Ar.2.7, cf. Speus. ap.Theol.Ar.61.II = γραμματικός, Plu.2.606c (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμικός
-
5 γραμμιστήρ
A a surgical instrument, Hermes38.281.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιστήρ
-
6 γραμμιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιστός
-
7 χαράσσω
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op. 573, Sc. 235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f;χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op. 387
.2 furnish with notches or teeth, like a saw,τὰ σιδήρια Arist.Aud. 803a3
:—[voice] Pass., of certain birds,ἔχουσι.. τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA 662b16
; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with.., Theoc.17.31.3 metaph., whet, stimulate,ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr. 684
codd. Stob. ( codd. Clem.Al.);τὸ φιλόνικον Plu.2.92a
, cf. 825f:—[voice] Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at.., Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med. 157 (lyr.);τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e
.II cut into furrows, scratch,στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28
;κῦμα χ. Orph.A. 372
;ἀρότρῳ.. χ. χέρσον AP6.238
(Apollonid.);ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46
, cf. 41.114 ([voice] Pass.);τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e
:— [voice] Pass., wounded,E.
Rh.73;κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers. 683
;θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2
(Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr. 528;οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237
(Alph.); στάλαν ib. 547 (Leon.Alex.); inscribe,δόγματα.. εἰς στήλην SIG795
B27 (Delph., i A. D.);γράμμα.. τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46
, cf. AP12.130;ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8
;τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293
;γραφίδεσσι.. χάραξα.. ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11
; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26
;ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481
*.430 ([place name] Ephesus); simply, write, (vi A. D.), sketch, draw,μορφὴν χαράξαι AP11.412
(Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in [voice] Med.,ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180
:—[voice] Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶτοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr. 593
;στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44
;στῆλαι χαράσσονται IG14.297
([place name] Panormus);τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16
; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13;χρῆσθαι τῷ.. μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64
; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν)ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77
S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράσσω
-
8 ἀναλέγω
A- λέξω Ar.Av.50
<*>: [dialect] Ep. [tense] aor. inf. ἀλλέξαι:—[voice] Med., v. infr.:—pick up, gather up, ὀστέα ἀλλέξαι Il.21.321;ὀστέα.. ἄλλεγον ἐς φιάλην 23.253
;ἀνά τ' ἔντεα καλὰ λέγοντες 11.755
; ἐκ βίβλων ἀ. collect materials from books, IG3.716:—[voice] Med., pick up for oneself,τοὺς στατῆρας Hdt.3.130
; [σκώληκας] ἀ. τῇ γλώττῃ, of the woodpecker, Arist.HA 614b1; ἀ. πνεῦμα collect one's breath, AP12.132 (Mel.); select or take up a theme for discussion, Ps.-Alex. Aphr. in SE17.15.II in [voice] Med., reckon up,τὸν χρόνον Plu.Lyc.1
:— [voice] Pass. (with [tense] fut.ἀναλέξομαι Them. in Ph.132.7
), being recounted,X.
An.2.1.17.III in [voice] Med., read through,τὸ περὶ ψυχῆς γράμμ' ἀναλεξάμενος Call.Epigr. 25
;συχνὰς ἀναλεξάμενος γραφάς D.H.1.89
;ἐκ γραμμάτων ἀ. τι Plu. 2.582a
:—[voice] Pass., Σαπφοῦς -ομένης ib.711d.2 [voice] Med., recover, ἀπὸ τῆς καταπλήξεως dub. in D.S.32.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλέγω
См. также в других словарях:
γράμμ' — γράμμα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
αναδιπλασιασμός — (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
οριστικός — ή, ό (ΑΜ ὁριστικός, ή, όν) [οριστός] το θηλ. ως ουσ. η οριστική γραμμ. η πρώτη ρηματική έγκλιση η οποία δηλώνει κάτι το οποίο είναι ή θεωρείται αληθινό, πραγματικό νεοελλ. 1. σαφώς καθορισμένος, τελειωτικός («η απόφαση που πήρα είναι οριστική») 2 … Dictionary of Greek
φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek