-
1 γνώστα
γνώστᾱ, γνώστηςone that knows: masc nom /voc /acc dualγνώστᾱ, γνώστηςone that knows: masc gen sg (doric aeolic) -
2 γνώστα
-
3 γνῶστα
-
4 γνωστά
γνωστόςknown: neut nom /voc /acc plγνωστά̱, γνωστόςknown: fem nom /voc /acc dualγνωστά̱, γνωστόςknown: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 γνώστας
γνώστᾱς, γνώστηςone that knows: masc acc plγνώστᾱς, γνώστηςone that knows: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 γνωστάς
γνωστά̱ς, γνωστόςknown: fem acc pl -
7 γνωστός
A known, A.Ch. 702, S. OT 361, Fr. 203, Pl.Tht. 205d, X.HG2.3.44, etc.; γνωστόν, τό, common knowledge,τινός PAmh.145.9
(iv/v A. D.). Adv. - τῶς clearly, LXX Pr.27.23, Eust.1540.1.2 knowable, Arist.Metaph. 1016b20, AP0.64b37, etc.; γνωστὰ σαρκός bodily symptoms (of anger), Phld. Ir.p.24 W.II pl., as Subst., = γνώριμοι, notables, Sm.Pr.31.23; acquaintance, friend, Ev.Luc.2.44,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωστός
-
8 δημότης
A one of the people, commoner, opp. a man of rank, Tyrt.4.5, Hdt.2.172, 5.11, X. Cyr.2.3.7;ἄνδρα δ. S.Aj. 1071
; ;δ. τε καὶ ξένος E.Supp. 895
;δημόται καὶ πένητες X.Mem.1.2.58
:—fem. [full] δημότις, ιδος, opp. βασίλισσα, Plb.22.20.2: pl., opp. εὐγενέσταται, D.C.62.15.2 = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι speak popularly, Hp.VM 2, cf. Acut.8;ἀμαθίη τῶν δ. Id.Art.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημότης
См. также в других словарях:
γνώστα — γνώστᾱ , γνώστης one that knows masc nom/voc/acc dual γνώστᾱ , γνώστης one that knows masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστά — γνωστός known neut nom/voc/acc pl γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc/acc dual γνωστά̱ , γνωστός known fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνῶστα — γνώστης one that knows masc voc sg γνώστης one that knows masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώστας — γνώστᾱς , γνώστης one that knows masc acc pl γνώστᾱς , γνώστης one that knows masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστάς — γνωστά̱ς , γνωστός known fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek