-
1 γλωσσίδιον
γλωσσίδιον, τό, = γλωσσάριον, Sp.
-
2 γλωσσίδιον
γλωσσίδιονneut nom /voc /acc sg -
3 γλωσσίδιον
II Dim. ofγλωττίς 11
, Porph.in Harm.p.273.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωσσίδιον
-
4 γλωσσιδίων
γλωσσίδιονneut gen pl -
5 γλωσσίδια
γλωσσίδιονneut nom /voc /acc pl -
6 γλῶσσα
Grammatical information: f.Meaning: `tongue, language' (Il.), `rare, dialectal word' (Arist.).Compounds: γλώσσ-αργος `garrulous' (Pi.), from γλώσσ-αλγος `id.'; from here στόμαργος, s. Strömberg Wortstudien 31; diff. (to ἀργός `quick') Willis AmJPh 63, 87ff.Derivatives: γλωσσάριον (Dsc., pap.), γλωσσίδιον (Zen.); γλώσσημα `point of an arrow' (A.) retains the original meaning; s. Chantr. Form. 186), also `rare word' (Quint.), γλωσσηματικός (D. H.); γλωσσώδης `talkative' (LXX), γλωσσός `id.' (Hdn.); γλωσσίς `inflammation of the tongue' (Hippiatr.). - γλωττίς `end of a pipe, glottis' (Hero), also a bird (Arist., s. Thompson Birds s. v.); γλωττικός (Arist.); denom. γλωττίζω `kiss with the tongue', γλωττισμός (AP).Origin: see γλῶχ-εςEtymology: Prop. "with point", ια-derivation from γλῶχ-ες, q.v. Ion. γλάσσα prob. from a paradigm *γλωχ-, *γλαχ- which is explained as nom. *glōgʰ-s, gen. *gl̥gʰ-ós. (Beekes, Devel. 246. - The old word for `tongue' was *dn̥ǵʰuH- (Lat. lingua), Pok. 223).Page in Frisk: 1,315-316Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλῶσσα
См. также в других словарях:
γλωσσίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσιδίων — γλωσσίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδια — γλωσσίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσίδι — και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον) 1. μικρή γλώσσα 2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας νεοελλ. 1. η επιγλωττίδα τού στόματος 2. η κλειτορίδα 3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα 4. το πλήκτρο τής καμπάνας 5. η… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek