-
1 κουβαλώ
κουβαλάω 1. μετ.1) таскать (разг), носить (вещи и т. п.); перевозить; переносить (в другое место); 2) перен. притащить с собой (к кому-л. непрошеных или нежелательных гостей); 2. αμετ. переселяться на новую квартиру; 2) быть заботливым семьянином; § τα κουβάλησε он умер;1) — являться без приглашения;κουβαλιέμαι, κουβαλιρδμαι
2) перебираться на новое место; переселиться на новую квартиру -
2 κουβαλώ
[кувало] ρ переносить, перетаскивать. -
3 κουβαλώ
taşımak, göç etmek -
4 κουβαλώ
charrier -
5 κουβαλώ
1) wieźć czas.2) wozić czas. -
6 κουβαλώ
1) vézt2) vozit -
7 κουβαλώ
1) carry2) cartΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κουβαλώ
-
8 νερό
τό1) вода;νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;
πόσιμο νερό — питьевая вода;
γλυκό νερό — пресная вода;
βρασμένο νερό — кипячёная вода;
μεταλλικό νερό — минеральная вода;
νερό τρεχούμενο — проточная вода;
η στάθμη τού νερού — уровень воды;
πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;2) дождь;αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;
3) моча;4) мочеиспускание;κάνω το νερό μου — мочиться;
πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;
5) πλ. отлив, перелив;ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;
τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;
6) πλ. мор. ватерлиния;7) πλ. мор. кильватер;§ ιαματικά νερά — воды (курорт);
ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);
μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;
κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;
η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;
τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;
αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;
αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;
βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;
έκανέ νερά — он спасовал;
έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;
τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;
δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;
ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;
αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;
κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу
-
9 κόβᾱλος
κόβᾱλοςGrammatical information: m.Meaning: `impudent rogue, mischievous knave', also (parodizing) mischievous goblins (Ar., Arist., D. C.); as adj. ntr. κόβαλα, - ον `knavish tricks' (Pherekr., Ar.).Derivatives: κοβαλεία (Din.), κοβάλευμα (Et. Gen.) `roguery'; ( ἐκ)κοβαλικεύομαι `rogue, deceive' (Ar. Eq. 270) with κοβαλικεύματα pl. (Ar. Eq. 332); from *κοβαλικός ( κοβαλικοῖσι conj. in Timocr. Fr. 1, 7 Diehl). - Also κοβαλεύω `transport' (pap., EM), NGr. κουβαλῶ `id.', κοβαλισμός `transport' (pap.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular words without etymology. After Björck Alpha impurum 46f. a. 258f. with v. Wilamowitz prop. `porter, transport worker', from where contemptible `rogue'; the original meaning would as a non Att.-Ion. element have been introduced in the koine. As home of κόβαλος v. Wilamowitz GGA 1898, 689 assumes Korinth; Zacher IFAnz. 18, 86 (s. also Kretschmer KZ 55, 85f.) and supposes, also hypothetically, that the word is Thraco-Phrygian (like κοάλεμος). Against connection with Lat. caballus (Grégoire Byzantion 13, 287ff.; cf. on καβάλλης) s. Björck l. c. - The word is prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,889Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόβᾱλος
См. также в других словарях:
κουβαλώ — και κουβαλάω κουβάλησα, κουβαλήθηκα, κουβαλημένος 1. μεταφέρω, μετακομίζω: Κουβαλάει ξύλααπό το βουνό. 2. φέρνω κάποιον απρόσκλητο ή ανεπιθύμητο: Τι μας τον κουβάλησες τέτοιαν ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… … Dictionary of Greek
κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] … Dictionary of Greek
κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αγγαροφορώ — ἀγγαροφορῶ ( έω) (AM) μσν. εκτελώ αγγαρεία ή κουβαλώ φορτία αρχ. κοπιάζω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος + φορῶ < φέρω] … Dictionary of Greek
ακουβάλητος — η, ο αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί «ακουβάλητο σιτάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ] … Dictionary of Greek
εννωτίζομαι — ἐννωτίζομαι (Μ) [νωτίζω] φέρω πάνω στα νώτα, κουβαλώ στην πλάτη … Dictionary of Greek
κλινοφορώ — κλινοφορῶ, έω (Α) [κλινοφόρος] κουβαλώ κρεβάτι … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
κουβαλητής — ο θηλ. κουβαλήτρα [κουβαλώ] 1. αυτός που κάνει μεταφορές 2. αυτός που εφοδιάζει το σπίτι του διαρκώς με άφθονα τρόφιμα ή άλλα αναγκαία … Dictionary of Greek