Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κουβαλώ

См. также в других словарях:

  • κουβαλώ — και κουβαλάω κουβάλησα, κουβαλήθηκα, κουβαλημένος 1. μεταφέρω, μετακομίζω: Κουβαλάει ξύλααπό το βουνό. 2. φέρνω κάποιον απρόσκλητο ή ανεπιθύμητο: Τι μας τον κουβάλησες τέτοιαν ώρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] …   Dictionary of Greek

  • κουβάλημα — το (Μ κουβάλισμα) 1. μεταφορά αντικειμένων ή προσώπων από ένα μέρος σε άλλο, μετακόμιση 2. συνεκδ. μετοίκηση, μετοικεσία, αλλαγή τόπου διαμονής 3. απρόσκλητη και αιφνίδια άφιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαλώ. Ο τ. κουβάλισμα < κουβαλώ με επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αγγαροφορώ — ἀγγαροφορῶ ( έω) (AM) μσν. εκτελώ αγγαρεία ή κουβαλώ φορτία αρχ. κοπιάζω, καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος + φορῶ < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • ακουβάλητος — η, ο αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί «ακουβάλητο σιτάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ] …   Dictionary of Greek

  • εννωτίζομαι — ἐννωτίζομαι (Μ) [νωτίζω] φέρω πάνω στα νώτα, κουβαλώ στην πλάτη …   Dictionary of Greek

  • κλινοφορώ — κλινοφορῶ, έω (Α) [κλινοφόρος] κουβαλώ κρεβάτι …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • κουβαλητής — ο θηλ. κουβαλήτρα [κουβαλώ] 1. αυτός που κάνει μεταφορές 2. αυτός που εφοδιάζει το σπίτι του διαρκώς με άφθονα τρόφιμα ή άλλα αναγκαία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»