-
1 dessert
γλυκό -
2 pasta
γλυκό, γλύκισμα -
3 сладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.1. γλυκός•сладкий чай γλυκό τσάι•
плод γλυκός καρπός•
-ое вино γλυκό κρασί.
2. ουσ. ουδ-ое το γλύκισμα•обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.
3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•-ая жизнь απολαυστική ζωή•
-ие грзы όνειρα γλυκά•
сладкий сон γλυκός ύπνος•
сладкий звук γλυκός ήχος.
4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•-ие слова γλυκόλογα.
5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•
-ое масло βούτυρο ανάλατο.
-
4 варенье
-
5 вино
вино с το κρασί, ο οίνος* белое \вино το άσπρο κρασί· красное \вино το κόκκινο κρασί' столовое \вино το επιτραπέζιο κρασί десертное \вино το γλυκό κρασί* * *сτο κρασί, ο οίνοςбе́лое вино́ — το άσπρο κρασί
кра́сное вино́ — το κόκκινο κρασί
столо́вое вино́ — το επιτραπέζιο κρασί
десе́ртное вино́ — το γλυκό κρασί
-
6 вода
вода ж 1) το νερό горячая (холодная) \вода το ζεστό (κρύο) νερό кипячёная \вода το βρασμένο νερό минеральная – το μεταλλικό νερό питьевая \вода το πόσιμο (или γλυκό) νερό газированная \вода η γκαζόζα 2) мн. (лечебные) воды τα ιαματικά νερά* * *ж1) το νερόгоря́чая (холо́дная) вода́ — το ζεστό (κρύο) νερό
кипячёная вода́ — το βρασμένο νερό
минера́льная вода́ — το μεταλλικό νερό
питьева́я вода́ — το πόσιμο ( или γλυκό) νερό
газиро́ванная вода́ — η γκαζόζα
2) мн.(лече́бные) во́ды — τα ιαματικά νερά
-
7 десерт
десерт м τα επιδόρπια; подать на \десерт мороженое и ликёр προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό* * *мτα επιδόρπιαпода́ть на десе́рт моро́женое и ликёр — προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό
-
8 желе
-
9 пресный
-
10 варенье
вареньес τό γλυκό (τοῦ κουταλιού):вишневое \варенье (τό) γλυκό βύσσινο. -
11 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
12 айва
айв||аж1. (плод) τό κυδώνι[ον]:варенье из \айваώ τό γλυκό κυδώνι;2. (дерево) ἡ κυδωνιά [-έα]. -
13 варить
варитьнесов1. βράζω:\варить суп βράζω σούπα; \варить обед μαγειρεύω; \варить варенье κάνω γλυκό (τοῦ κουταλιού);2. (сталь и т. ἡ.) χωνεύω, λυώνω. -
14 вино
вино́с τό κρασί, ὁ οίνος:белое \вино τό ᾶσπρο κρασί· красное \вино τό κόκκινο (или τό μαύρο) κρασί, τό κοκκινέλι· десертное \вино τό γλυκό κρασἴ сухо́е \вино а) τό κρασί σέκ, б) τό μπρούσικο κρασί (о терпком вине)· столовое \вино τό ἐπιτραπέζιο κρασί· разбавленное \вино τό νερωμένο κρασί, τό νοθεμένο κρασί. -
15 внакладку
внакладкунареч разг:пить чай \внакладку πίνω τσάι μέ ζάχαρη, πίνω γλυκό τσάϊ. -
16 вишневый
вишнев||ыйприл 1.:\вишневыйый сад ὁ βυσσινόκηπος· \вишневыйое варенье τό γλυκό βύσσινό \вишневыйая насто́йка λικέρ βύσσινο· \вишневыйый сиро́п ἡ βυσσινάδα·2. (цвет) τό βυσσινί χρῶμα. -
17 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
18 закусывать
заку́сывать Iнесов (прикусывать):\закусывать губу́ δαγκάνω τά χείλια μου.заку́сывать IIнесов1. κολατσίζω, προγευματίζω:\закусывать наскоро τρώγω κάτι πρόχειρα, τσιμπάω κάτι στό πόδι·2. (заедать чем-л.) τρώγω κάτι γιά μεζέ (или γιά προσφάϊ):\закусывать лекарство варе́ньем παίρνω τό φάρμακο μέ γλυκό. -
19 засахариваться
засахаривать||сяζαχαρώνω (μετ.):варенье засахарилось τό γλυκό ζαχάρωσε. -
20 земляничный
земляни́чныйприл χαμοκερασένιος:\земляничныйчное варенье γλυκό ἀπό ἄγρια φράουλα· \земляничныйчное дерево бот. ἡ κουμαριά.
См. также в других словарях:
γλυκό — το το γλύκισμα: Ο μπακλαβάς είναι γλυκό του ταψιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκό — το βλ. γλυκός … Dictionary of Greek
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek