-
1 γλαυκώπα
γλαυκώπηςmasc voc sgγλαυκώπηςmasc nom sg (epic)γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem acc sg -
2 γλαυκῶπα
γλαυκώπηςmasc voc sgγλαυκώπηςmasc nom sg (epic)γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem acc sg -
3 γλαυκωπά
γλαυκωπόςneut nom /voc /acc pl -
4 γλαυκώφ'
γλαυκῶπα, γλαυκώπηςmasc voc sgγλαυκῶπα, γλαυκώπηςmasc nom sg (epic)γλαυκῶπαι, γλαυκώπηςmasc nom /voc plγλαυκῶπα, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem acc sgγλαυκῶπι, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem dat sgγλαυκῶπι, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: fem voc sgγλαυκῶπε, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem nom /voc /acc dual -
5 γλαυκῶφ'
γλαυκῶπα, γλαυκώπηςmasc voc sgγλαυκῶπα, γλαυκώπηςmasc nom sg (epic)γλαυκῶπαι, γλαυκώπηςmasc nom /voc plγλαυκῶπα, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem acc sgγλαυκῶπι, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem dat sgγλαυκῶπι, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: fem voc sgγλαυκῶπε, γλαυκῶπιςwith gleaming eyes: masc /fem nom /voc /acc dual -
6 γλαυκώψ
1 with blue-grey eyes? (cf. Leu mann, Hom. Wörter, 152)δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν P. 4.249
-
7 κτείνω
1 killἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱός O. 2.38
σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἔλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον O. 7.29
κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) P. 4.249ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62
τὸν ἐθάμβεον κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων N. 3.51
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks I. 6.48 δηρι]αζόμενον κτάνεν λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (sc. Ἀπόλλων Νεοπτόλεμον: κτανειν Π, corr. Zenodotus ap. Σ.) Pae. 6.119 -
8 ὄφις
ὄφῐς (-ιν, -ιες, -ίων, -ιας.)1 snake κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν (sc. Ἰάσων) P. 4.249 παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς of the Gorgons' heads P. 12.9δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
]ὄφιες θεόπομπ[οι of the snakes sent to destroy the infant Herakles Pae. 20.8 -
9 ποικιλόνωτος
1 with spotted backγλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν P. 4.249
-
10 τέχνα
a skill, craftἉφαίστου τέχναισιν O. 7.35
αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.50
ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52
εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος P. 3.11
μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
αὐτόν τε νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε (fluteplaying.) P. 12.6τέχναι δ' ἑτέρων ἕτεραι N. 1.25
λιτανεύω, ἑκαβόλε, Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον Πα. 9. 39.b cunningἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος οὐκ ἄτερ τέχνας ἐπέμειξε θνατοῖς P. 2.32
κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν P. 4.249
δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος N. 4.58
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.35
-
11 ὄφις
A , Ba. 1026, 1331; [dialect] Dor. and [dialect] Ion. , Hdt.9.81, Arat.82:— serpent,αἰόλος Il.12.208
;γλαυκῶπα ποικιλόνωτον ὄφιν Pi.P.4.249
, cf.A.Ch. 544, S.Ph. 1328, Hdt.8.41, Pl.Phd. 112d, R. 358b, etc.; ὁ ψυχρὸς ὄ. Theoc.15.58; equiv. to δράκων in Hes.Th. 322, 825: metaph., πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν, of an arrow, A.Eu. 181.II like δράκων, a serpent-like bracelet, Men.387, Nicostr. Com.33, Philostr.Ep.22; ὄφεις is [dialect] Att. for ψέλλια acc. to Moer. p.288 P.2 τρικάρηνος ὄ. ὁ χάλκεος dedicated at Delphi ( = SIG 31), Hdt.9.81.III the constellation Serpens, Arat.82, Eudox. ap.Hipparch.1.2.18.VII = ὀφίασις I, Cels.6.4, Poll.4.192. [The first syll. is sts. made long in the older Poets,αἰόλον ὄφιν Il.12.208
, cf. Hippon.49.6; soὀφιοέσσης Antim.78
. It was then pronounced (and perh. written) ὄπφις, ὀπφιοέσσης, v. Eust.Il. l.c.—The ult. of the nom. and acc. ὄφις, ὄφιν is commonly long, as in Hes. Th. 334, A.Ch. 928, A.R.2.1269, Mosch.4.22; short only in later Poets, as A.R.4.128, 1398, Arat.578.]
См. также в других словарях:
γλαυκωπά — γλαυκωπός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶπα — γλαυκώπης masc voc sg γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶφ' — γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc voc sg γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπαι , γλαυκώπης masc nom/voc pl γλαυκῶπα , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem dat sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)