Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

γιά

  • 121 αραθυμιά

    η
    1) раздражительность, вспыльчивость; 2) нетерпеливость;

    έχω αραθυμιά γιά γλέντι — я соскучился по пирушке;

    3) нетерпение, сильное желание есть (у беременных женщин)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αραθυμιά

  • 122 άρθρο(ν)

    τό
    1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);

    κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;

    4) статья (газетная);

    κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;

    άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;

    5) грам, артикль, член;

    § άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;

    αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άρθρο(ν)

  • 123 άρθρο(ν)

    τό
    1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);

    κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;

    4) статья (газетная);

    κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;

    άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;

    5) грам, артикль, член;

    § άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;

    αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άρθρο(ν)

  • 124 αρκούν

    το (чаще πλ.) всё необходимое;

    έχω τα αρκούντα γιά να ζήσω — иметь всё необходимое для жизни

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρκούν

  • 125 αρκώ

    (ε) (αόρ. ήρκεσα) αμετ. хватать, быть достаточным; удовлетворять;

    αρκεί και υπεραρκεί — хватит и (ещё) останется;

    αρκούν οι αστειότητες! — шутки в сторону!;

    αρκιέμαι, αρκούμαι

    1) — довольствоваться, удовлетворяться;

    αρκούμαι στα λίγα — довольствоваться малым;

    2) ограничиваться;

    αρκούμαι να μιλήσω μόνο γιά δύο γεγονότα — я ограничусь в своей речи двумя фактами

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρκώ

  • 126 αρπάζω

    (αόρ. άρπαξα и ήρπαξα) 1. μετ.
    1) похищать, красть, грабить; 2) присваивать; захватывать, завладевать; аннексировать; 3) вырывать, выхватывать; срывать (крышу и т. п.); 4) хватать, схватывать;

    αρπάζ από το λαιμό — хватать за горло;

    2. αμετ.
    1) быть прихваченным солнцем, жиром; подгореть, сгореть; άρπαξε το ψωμί хлеб подгорел; άρπαξε το σιτάρι хлеба сгорели; μ' άρπαξε ο ήλιος я получил ожог на солнце; 2) вспыхивать, загораться; άρπαξε το σπίτι дом загорелся;

    αρπάζομαι

    1) — хвататься (за что-л.);

    2) схватиться, сцепиться, подраться;
    αρπαχτήκανε γιά το τίποτε сцепились из-за пустяка; 3) распаляться, приходить в ярость; 4) ухватиться; уцепиться (за слово)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρπάζω

  • 127 ασυμφωνία

    η
    1) несогласие; разногласия; расхождение (во мнениях);

    ασυμφωνία γιά το πότε να φύγουμε — разногласия в отношении времени отъезда;

    ασυμφωνία αντιλήψεων — расхождение во взглядах;

    2) несогласованность; несоответствие, несовпадение;

    ασυμφωνία λόγων και πράξεων — несоответствие между словами и действиями;

    ασυμφωνία δαπανών προς τα έσοδα — несоответствие между расходами и доходами;

    3) несовместимость (характеров);

    διαζύγιο λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων — развод по причине несовместимости характеров;

    4) непоследовательность (в суждениях и т. п.);
    5) муз. диссонанс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ασυμφωνία

  • 128 άτομο(ν)

    τό
    1) личность, индивидуум; человек, лицо;

    τρία άτομα — три человека;

    ελευθερία τού ατόμου свобода личности;
    θυσιάζω το ατομό[ν] μου жертвовать собой; προσέβαλε το ατομό[ν] μου он меня оскорбил;

    στο άτομο(ν) — или κατ' άτομον — а) каждому, на каждого человека; — на душу населения; — б) с каждого (человека приходится);

    γιά δυό άτομα — на два липа;

    2) биол особь;
    3) атом; δομή τού ατόμου структура атома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άτομο(ν)

См. также в других словарях:

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • για — 1. πρόθεση που σημαίνει α. αιτία και σκοπό: Καταδικάστηκε για τη δολοφονία της γυναίκας του. β. κατεύθυνση: Μπήκε στο αεροπλάνο για το Παρίσι. γ. καταλληλότητα: Αλοιφή για εγκαύματα. δ. αξία, τίμημα: Αναγκάστηκε να το πουλήσει για ένα κομμάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κοινότητα για την Ατομική Ενέργεια — (Ευρατόμ). Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • σωματογραφία — Για να απεικονίσουμε ανθρωπολογικό υλικό έχουμε, εκτός τη φωτογραφία και τη γεωμετρική σχεδίαση, και τη σ. Τη σ. χρησιμοποιούμε για να κάνουμε διαγράμματα του κρανίου, μπορούμε όμως και να τη χρησιμοποιήσουμε και για άλλα οστά (οστεογραφία) και… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

  • ακριβοποτίζω — (για φυτά και μτφ. για τα παιδιά) ποτίζω με πολλή στοργή και αγάπη, ακριβανατρέφω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ποτίζω] …   Dictionary of Greek

  • αναγραίνω — (για μαλλί ή βαμβάκι) ξαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γραίνω «ανοίγω με τα δάχτυλα το πυκνό μπλεγμένο μαλλί για να γίνει ευκολότερο το ξάσμα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»