-
1 άρθρο
-
2 άρθρο(ν)
τό1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;
4) статья (газетная);κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;
άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;
5) грам, артикль, член;§ άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;
αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон
-
3 άρθρο(ν)
τό1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;
4) статья (газетная);κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;
άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;
5) грам, артикль, член;§ άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;
αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон
-
4 άρθρο
[артро] ουσ. о. сустав, статья.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άρθρο
-
5 άρθρο
[артро] ουσ ο сустав, статья. -
6 αρθροκηδης
-
7 αρθροπεδη
-
8 ακουτσούρευτος
η, ο неурезаниый; несокращённый; необкорнанный (прост.);τό άρθρο μου δημοσιεύτηκε ακουτσούρευτο — моя статьи опубликована без сокращений
-
9 δίστηλος
-
10 δουλεύω
(αόρ. (ε)δούλεψα) 1. αμετ.1) работать, трудиться;δουλεύω με το κομμάτι — работать сдельно;
2) служить, состоять на службе;3) работать, действовать, функционировать;δουλεύει καλά το μαγαζί — в магазине дела идут хорошо;
4) гноиться;δουλεύει η πληγή μου — у меня гноится рана;
5) действовать, оказывать действие;δουλεύει το φαρμάκι — лекарство действует;
δουλεύει το κουτσομπολιό — сплетни не прекращаются;
2. μετ.1) батрачить, работать (на кого-л.); 2) трудиться, работать (над чём-л.);δουλεύ τ' αμπέλι — обрабатывать виноградник;
δουλεύω τό ξύλο — работать по дереву;
δουλεύω τό μυθιστόρημα (τό άρθρο) — работать над романом (статьёй);
3) подзадоривать;§ δουλεύω τό αυγολέμονο — сбивать лимон с яйцом;
δουλεύω τον πηλό — месить глину;
δουλεύω τό ψωμί — месить хлеб;
δουλεύω τα πανιά мор. — развернуть паруса по ветру
-
11 ενδιαφέρων
-
12 εξάστηλος
η, ο [ος, ον ] полигр, шестиколоночный;εξάστηλο άρθρο — статья на шести колонках
-
13 επεξεργάζομαι
μετ.1) обрабатывать, отделывать;επεξεργάζομαι τό άρθρο — обрабатывать статью;
2) разрабатывать, вырабатывать;επεξεργάζομαι σχέδιο — разрабатывать план;
3) перерабатывать (сырьё и т. п.) -
14 κύριος
α, ο [ία, ον] 1. главный, основной; капитальный;κύριο άρθρο — передовая статья;
§ κύριον όνομα — грам, имя собственное;
πρώτον και κύριον — в первую! голову, во-первых, в первую очередь;
2. (ο)1) господин (тж. при имени и фамилии); 2) хозяин, барин; 3) хозяин, владелец; 4) супруг, муж; 5) господь, бог; 6) джентльмен;§ κύρι οίδε — один бог знает, неизвестно;
τό πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι' ο θεός (или κι' ο παπάς) погов, нельзя без конца повторять одно и то же
См. также в других словарях:
άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση … Dictionary of Greek
άρθρο — το 1. σύνδεση δύο σωμάτων, άρθρωση, κλείδωση: Έπαθαν αγκύλωση τα άρθρα των ποδιών του. 2. καθεμιά από τις ειδικότερες διατάξεις ενός επίσημου κειμένου (νόμου, συνθήκης, καταστατικού κτλ.): Το άρθρο 7 του νόμου ορίζει… 3. δημοσίευμα περιοδικού ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
η — άρθρο οριστικό, για το θηλυκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek