-
1 άρθρο(ν)
τό1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;
4) статья (газетная);κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;
άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;
5) грам, артикль, член;§ άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;
αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон
-
2 άρθρο(ν)
τό1) см. άρθρωση; 2) бот. узел; 3) пункт, статья (закона и т. п.);κατ' άρθρον — или άρθρο(ν) προς άρθρο(ν) — пункт за пунктом; — по пунктам;
4) статья (газетная);κύριο άρθρο(ν) — передовая статья;
άρθρο(ν) της σύνταξης — редакционная статья;
5) грам, артикль, член;§ άρθρα πίστεως — церк, догматы веры;
αάότό γιά μένα είναι άρθρο(ν) πίστεως — это для меня закон
-
3 κτύπημα
τό1) удар (тж. звук); стук; хлопанье (дверей и т. п.);κτύπημα της πόρτας — стук в дверь;
κτύπημα της καμπάνας — звон, удар колокола;
πισώπλατο κτύπημα — удар в спину;
τό κύριο κτύπημα — главный удар;
δίνω ( — или καταφέρω) κτύπημα — наносить удар;
2) ушиб; синяк;3) перен. удар, потрясение;τα κτύπήματα της μοίρας — удары судьбы
-
4 κύριος
α, ο [ία, ον] 1. главный, основной; капитальный;κύριο άρθρο — передовая статья;
§ κύριον όνομα — грам, имя собственное;
πρώτον και κύριον — в первую! голову, во-первых, в первую очередь;
2. (ο)1) господин (тж. при имени и фамилии); 2) хозяин, барин; 3) хозяин, владелец; 4) супруг, муж; 5) господь, бог; 6) джентльмен;§ κύρι οίδε — один бог знает, неизвестно;
τό πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι' ο θεός (или κι' ο παπάς) погов, нельзя без конца повторять одно и то же -
5 ικετεύω
-
6 Κυριακή
Κυριακή η1) Воскресенье – первый день недели, посвящаяемый Господу (στον Κύριο), то есть Иисусу Христу;ΦΡ.Κυριακές των Νηστειών — Воскресенья (Недели) Великого поста, когда служится литургия св. Василия Великого;2) Кириакия – имя некоторых святых жен Православной Церкви;3) женское имяЭтим.< κύριος «Господь, повелитель, хозяин». Употребление слова в значении «первого дня недели» восходит к первым векам христианства, вместо иудейской Субботы
См. также в других словарях:
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek