-
21 γευστικοῖς
-
22 γευστικού
-
23 γευστικοῦ
-
24 γευστικώ
-
25 γευστικῷ
-
26 γευστικώς
-
27 γευστικῶς
-
28 γευστικάς
γευστικά̱ς, γευστικόςof: fem acc pl -
29 οἰνογευστικός
οἰνο-γευστικός, ή, όν, zum Weinkosten gehörig; ἡ οἰνογευστική, die Kunst, den Wein zu kosten -
30 γεύομαι
Grammatical information: v.Derivatives: γεῦμα `tasting' (Ion.-Att.), γεῦσις `id.' (Democr.), γευθμός `id.' (Nic.), γεύστης (Chios), γευστήριον (Com.); γευστικός (Arist.).Origin: IE [Indo-European] [399] *ǵeus- `taste'Etymology: The compound ἄ-γευσ-τος `not tasting, inexperienced' (Att.), proves abasis *γεύσ-ομαι, which agrees with Goth. kiusan, ON kjōsa `taste, choose', OHG OS kiosan. Further Skt. juṣáte, -ti `id.' and Lat. gustāre = OHG OS kostōn `taste'; also caus. Goth. kausjan (*ǵous-eie\/o-).Page in Frisk: 1,302Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γεύομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… … Dictionary of Greek
γευστικός — ή, ό 1.ο σχετικός με τη γεύση: Η γλώσσα είναι γευστικό όργανο. 2. νόστιμος: Μου πρόσφερε γευστικά εδέσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γευστικά — γευστικός of neut nom/voc/acc pl γευστικά̱ , γευστικός of fem nom/voc/acc dual γευστικά̱ , γευστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῶν — γευστικός of fem gen pl γευστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικόν — γευστικός of masc acc sg γευστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικαί — γευστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοῖς — γευστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοί — γευστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικοῦ — γευστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῆς — γευστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γευστικῇ — γευστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)