Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γευστικῆς

См. также в других словарях:

  • γευστικῆς — γευστικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγευσ(τ)ία — η ιατρ. ανωμαλία τής όρεξης με εσφαλμένη αντίληψη τής γευστικής ποιότητας και τής αισθητηριακής εντόπισης …   Dictionary of Greek

  • συναισθησία — η, Ν (φυσιολ. ψυχολ.) κατάσταση κατά την οποία ένα ερέθισμα δεν διεγείρει μόνο την αντίστοιχη φυσιολογική αίσθηση, αλλά προκαλεί και μια υποκειμενική αντίληψη διαφορετικού χαρακτήρα ή διαφορετικής εντόπισης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση τής… …   Dictionary of Greek

  • υπογευσία — και υπογευστία, η, Ν ιατρ. κατάσταση μειωμένης γευστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + γεύομαι + κατάλ. ία. Η λ. είναι αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. hypogeusie] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»