-
1 γευστικής
-
2 γευστικῆς
См. также в других словарях:
γευστικῆς — γευστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγευσ(τ)ία — η ιατρ. ανωμαλία τής όρεξης με εσφαλμένη αντίληψη τής γευστικής ποιότητας και τής αισθητηριακής εντόπισης … Dictionary of Greek
συναισθησία — η, Ν (φυσιολ. ψυχολ.) κατάσταση κατά την οποία ένα ερέθισμα δεν διεγείρει μόνο την αντίστοιχη φυσιολογική αίσθηση, αλλά προκαλεί και μια υποκειμενική αντίληψη διαφορετικού χαρακτήρα ή διαφορετικής εντόπισης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση τής… … Dictionary of Greek
υπογευσία — και υπογευστία, η, Ν ιατρ. κατάσταση μειωμένης γευστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + γεύομαι + κατάλ. ία. Η λ. είναι αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. hypogeusie] … Dictionary of Greek