Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γεροῖα

См. также в других словарях:

  • γεροία — γεροῑα, τα (Α) διηγήσεις ή άσματα τού παλιού καιρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῑα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε οιος …   Dictionary of Greek

  • γεροίων — γεροῖα tales of old time neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»