-
1 γενεσιουργός
γενεσι-ουργός, όν,A concerned with or incident to generation, φύσις ibid.; δαίμονες ib.2.7;παθήματα Id.VP32.228
;ἀστήρ Porph.
ap. Eus.PE3.11;ὁρμαί Procl.in Cra.p.105
P.; ; , al.; τὸ γ. ib. 349:—Subst. γ., ὁ, author of existence, c. gen., LXXWi.13.5;τῆς παλιγγενεσίας Corp.Herm.13.4
; fashioner, creator, Herm. ap. Stob.1.49.44;παντὸς κόσμου Jul.Gal. 100c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεσιουργός
См. также в других словарях:
κρεουργός — κρεουργός, όν (Α) 1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας 3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + ουργός… … Dictionary of Greek
κρανουργός — κρανουργός, ὁ (Α) ο κρανοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κρανο εργός με συναίρεση < κράνος + (F)εργός < ἔργον (πρβλ. γενεσι ουργός, στιχ ουργός)] … Dictionary of Greek
τελεσιουργός — όν, Ν. αυτός που ολοκληρώνει ένα έργο, αποτελεσματικός, τελεσφόρος αρχ. 1. αυτός που προσδίδει τελειότητα σε κάτι 2. προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. γενεσι ουργός] … Dictionary of Greek