-
1 γεμάτος
η, ο[ν]1) полный, наполненный (тж. перен.); преисполненный;γεμάτος ως τα χείλη ( — или ως απάνω) — полный до краёв;
γεμάτος λίγδα (σκόνη) — покрытый жирными пятнами (пылью);
γεμάτος περηφάνεια (χαρά) — преисполненный гордости (радости);
2) налитой (о колосе);3) заряженный (о ружье); 4) полный; толстый; грузный (о человеке);γεμάτа μάγουλα — толстые щёки;
5) плотный, толстый (о материи и т. п.);6) раздутый, надутый (о парусах);πάω με γεμάτα πανιά — идти полным ветром;
§ γεμάτο φεγγάρι — полнолуние;
γεμάτος λεφτά — у него карманы набиты деньгами
-
2 γεμάτος
[гематос] επ полный, наполненный. -
3 αυταπάρνηση
[-ις (-εως)], αυταπάρνησία η самоотверженность; самоотречение; альтруизм;γεμάτος αυταπάρνηση — или με αυταπάρνηση — самоотверженный
-
4 αφρός
ο1) пена;της θάλασσας — морская пена;γεμάτος αφρο — покрытый пеной (о животных);
2) перен. верхний слой (жидкости);ψάρια τού αφρού — неглубоководная рыба;
3) перен. сливки, самая лучшая, отборная часть (чего-л.);4) перен. что-то нежное, лёгкое, воздушное, хрупкое;§ αφρός της θάλασσας — сепиолит, морская пенка;
βγάζω αφρούς απ' το κακό μου — кипеть от ярости, приходить в ярость, бесноваться
-
5 γιομάτος
η, ο см. γεμάτος -
6 έννοια
I η1) понятие, представление;δεν έχει έννοιαν της θεωρίας της σχετικότητας — он не имеет представления о теории относительности;
2) смысл, значение;κυρία ( — или βασική) έννοια — прямой смысл;
μεταφορική έννοια — переносный смысл;
με την πλατειά έννοια — в широком смысле;
μεταφράζω κατ' έννοια — переводить по смыслу
έννοια2II η1) забота, беспокойство; хлопоты;έχω έννοια2 κάποιον ( — или κάτι) — или έχω την έννοια2 μου σε... — а) позаботиться (о ком-чём-л.), присмотреть (за кем-чем-л.); — б) остерегаться (кого-чего-л.);
έχε έννοια2 το σπίτι — присмотри за домом;
να 'χεις την έννοια2 σου στούς λωποδύτες — остерегайся жуликов;
να 'χεις έννοια2 το παιδί — присмотри за ребёнком;
βάζω κάποιον σε μεγάλη ν έννοια2 — доставлять кому-л. много хлопот;
τό έέχω έννοια2 — заботиться о чём-л.;
έχω την έννοια2 (τινός) — думать, беспокоиться (о ком-л.);
έχω την έννοια2 σου — я забочусь о тебе;
2) озабоченность;γεμάτος έννοια2 — озабоченный;
βάζω σε έννοια2 κάποιον — доставлять кому-л. заботы, беспокойство;
3) интерес, заинтересованность;γιά τίποτε δεν έχει έννοια2 — ничего его не интересует;
4) осторожность, осмотрительность;§ έννοια2 σου! — а) не беспокойся!; — б) подожди! (угроза);
έννοι σας, και θα σας δείξω εγώ! — подождите, я вам покажу;
;δίχως έννοια2 άν περπατάς πού και πού θα σκουντουφλάς — погов, кто не смотрит под ноги, может споткнуться;
δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν — или τό σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες — погов, не работа старит, а забота;
έννοια2 έχει η αλεπού σα ζυγώνει στο κοτέτσι — погов, чем ближе к курятнику, тем больше у лисы забот, ≈ — доход не живёт без хлопот;
χόρευε, κυρά Σουσού, — — κ' εχε κ' έννοια2 τού σπιτιού — погов, пей — да дело разумей;
άλλη ν έννοια2 δεν έχω — у меня других забот хватает
-
7 ζωντάν(ε)ια
-
8 ζωντάν(ε)ια
-
9 φαντασία
η1) воображение, фантазия;νοσηρά φαντασία — больная фантазия;
ζωηρά φαντασία — богатая фантазия;
προϊόν της φαντασίας — плод фантазии;
εξημμένη φαντασία — пылкая, необузданная фантазия;
κατά φαντασίαν ασθενής — мнимый больной;
2) фантазия, плод воображения;3) самодовольство; высокомерие;είμαι γεμάτος φαντασία — быть о себе высокого мнения; — воображать о себе (разг);
είδες φαντασία πού σού την έχει! — видел, какого он о себе мнения!;
4) муз. фантазия -
10 φίσκα
1. επίρρ. до отказа, битком; с верхом;γεμάτος φίσκα — наполненный до отказа;
2. επίθ. άκλ. переполненный, битком набитый -
11 φλουρί
το дукат, цехин; золотая монета;§ βουτηγμένος στο φλουρί — или γεμάτος φλουρίά — очень богатый;
γίνομαι (κίτρινος) σαν το φλουρί — побледнеть (от страха и т. п.)
-
12 φροντίδα
[-ίς (-ίδος)] η1) забота, беспокойство; хлопоты;έχω πολλές φροντίδες — у меня забот полон рот, у меня много хлопот;
2) забота, присмотр, уход; заботливость;γεμάτος φροντίδα — заботливый
См. также в других словарях:
γεμάτος — και γιομάτος, η, ο (Μ γεμάτος, η, ον) 1. πλήρης, μεστός από κάτι 2. (για πρόσωπα) ευτραφής 3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός 4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν») 5. ολοκληρωμένος («χαρά γεμάτη») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γεμάτος — η, ο επίρρ. α 1. ο πλήρης: Το βαρέλι ήταν γεμάτο κρασί. 2. ο παχουλός, ο εύσωμος: Είναι γεμάτη και δεν της ταιριάζουν τα στενά ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλέριος, -ια, -ιο — γεμάτος, τέλειος, ακέριος, ολόκληρος: Πρέπει να είναι πλέρια η ενημέρωση του λαού σε πολιτικά θέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπυριάρης, -α, -ικο — γεμάτος σπυριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύσκιος, -ια, -ιο — γεμάτος σκιά, σκιερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
κατάπλεος — κατάπλεος, ον και αττ. τ. κατάπλεως, ων (Α) 1. εντελώς γεμάτος από κάτι 2. γεμάτος ρύπους, ρυπαρός, κατασπιλωμένος («γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. εκ … Dictionary of Greek
ολοζώντανος — η, ο 1. γεμάτος ζωή και δράση, ζωντανός, έμψυχος 2. γεμάτος ζωτικότητα, γεμάτος ζωντάνια, δραστήριος 3. (για κρέας ή ψάρι) πολύ φρέσκος, νωπός. επίρρ... ολοζώντανα όλο ζωντάνια … Dictionary of Greek
ριπιένο — το, Ν άκλ. μουσ. το σύνολο τής ορχήστρας που διαλέγεται με την ομάδα τών σολιστών στο ιταλικό κοντσέρτο γκρόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ripieno «πλήρης, γεμάτος» < ri (< λατ. re ) + pieno «γεμάτος» (< λατ. plenus «γεμάτος»)] … Dictionary of Greek