-
1 γειτόνημα
γειτόνημα, τό, Nachbarschaft, vom Orte, Plat. Legg. IV, 705 a u. Sp.
-
2 γειτονημα
-
3 γειτόνημα
γειτόνημαneighbourhood: neut nom /voc /acc sg -
4 γειτόνημα
γειτόνημα, Nachbarschaft, vom Orte -
5 γειτόνημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειτόνημα
-
6 γειτονημάτων
γειτόνημαneighbourhood: neut gen pl -
7 γειτονήμασιν
γειτόνημαneighbourhood: neut dat pl -
8 γειτονήματα
γειτόνημαneighbourhood: neut nom /voc /acc pl -
9 γειτονήματι
γειτόνημαneighbourhood: neut dat sg -
10 γειτονήματος
γειτόνημαneighbourhood: neut gen sg -
11 γειτονησις
-
12 γειτονια
-
13 γειτόνευμα
γειτόνευμα, τό, = γειτόνημα, Aret.
-
14 ἁλμυρός
ἁλμυρός, salzig, Hom. achtmal, stets ἁλμυρὸν ὕδωρ Versende, Od. 4, 511. 5, 100, ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ 9, 227. 470, ϑαλάσσης ἁλμ υρὸν ὕδωρ 12, 236. 240. 431. 15, 294; – Thuc. 4, 26; ἁλμυρὸς πόντος Hes. Th. 107. 964; Pind. nennt das Meer ἁλμ υρὰ βένϑεα Ol. 7, 57, Eur. ἁλμυρὸν πόντου βάϑος Troad. 1; öfter bei Dichtern; ἁλμυρὰ ὄψα Xen. Cyr. 6, 2, 31; δολερὸς καὶ άλμ. ποταμός Her. 7, 35 der Hellespont; übertr. bitter, unerfreulich, ἀκοή Plat. Phaedr. 243 d; neben πικρὸν γειτόνημα Legg. IV, 705 a; κάλλος ἁλμ. καὶ δριμύ, pikant, Plut. Symp. 5, 10, 4; ἁλμυρὰ κλαίειν, bitterlich, Theocr. 23, 34.
-
15 αλμυρος
31) соленый(θαλάσσης ὕδωρ Hom.; πόντου βάθος Eur.; αἷμα Plat.; ὄψα Xen.)
ἁ. ποταμός Her. = Ἑλλήσποντος2) перен. горький, неприятный(γειτόνημα Plat.; ἀκοή Plat., Plut.)
3) перен. пряный, пикантный(κάλλος γυναικός Plut.)
-
16 γειτνίαμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γειτνίαμα
-
17 θολόω
A make turbid, prop. of water, θ. ἅπαντα, of the cuttle-fish, Antiph.26.2; of fishermen, Arist.Fr. 311:—[voice] Pass.,τεθολωμένα ὕδατα Hp.
Aër.7;τεθ. ἀήρ Philyll.20
.2 metaph.,θολοῖ δὲ καρδίαν E.Alc. 1067
; τεθολωμένος confounded by joy, Pherecr.115;θολοῦσθαί τι τῶν σπλάγχνων Philostr.VA8.7
;γένος.. τεθολωμένον γειτόνημα Procop.Goth.4.19
. -
18 ἁλμυρός
A salt, briny, Hom. only in Od., and always in phrase ἁ. ὕδωρ salt sea-water, 4.511, etc.; , Alc.26;θάλασσα Sapph.Supp.25.10
;καθ' ἁ. ἅλα Epich.53
, E.Tr.76;βένθεα Pi.O.7.57
; ποταμός, of the Hellespont, Hdt.7.35.2 in Prose, of taste, salt,γίνεται τὸ στόμα ἁ. Hp.
Acut.(Sp.)44;ὄψα ἀ. X.Cyr.6.2.31
, cf. Hp.Vict.1.56; s.v.l.; of drinking-water, brackish, Th.4.26; ofsoil, Thphr. CP6.10.1, LXX Je.17.6; opp. μῶρος (insipid), Com.Adesp.596.3 metaph., bitter, distasteful,γειτόνημα Alcm.116
, cf. Pl.Lg. 705a; ;λόγοι Ath.3.121e
; ἁλμυρὰ κλαίειν weep bitterly, Theoc.23.34;ἁλμυρὸν καταπτύσαι Cerc.19.37
.b piquant,ἁ. καὶ δριμύ Plu.2.685e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλμυρός
См. также в других словарях:
γειτόνημα — neighbourhood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτόνημα — το (AM) βλ. γειτόνεμα … Dictionary of Greek
γειτονημάτων — γειτόνημα neighbourhood neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήμασιν — γειτόνημα neighbourhood neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήματα — γειτόνημα neighbourhood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήματι — γειτόνημα neighbourhood neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτονήματος — γειτόνημα neighbourhood neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειτόνεμα — το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) [γειτονώ] 1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον 2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου») … Dictionary of Greek