-
1 γεγονός
(-ότος) τό1) событие, происшествие;σπουδαίο (πρωτάκουστο) γεγονός — важное (неслыханное) событие;
2) факт;αναμφισβήτητο γεγονός — неоспоримый факт;
είναι γεγονός — ото факт;
γεγονός είναι ότι... — факт, что...;
διαστρεβλώνω τα γεγονότα — искажать факты;
§ θέτω κάποιον προ τετελεσμένου γεγονότος — поставить кого-л. перед совершившимся фактом.
-
2 γεγονὸς
случившеесяγεγονόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεγονὸς
-
3 γεγονός
случившеесяслучившемуся γεγονὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γεγονός
-
4 γεγονός
[гегонос] ουσ. о. событие, происшествие, факт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γεγονός
-
5 γεγονός
[гегонос] ουσ ο событие, происшествие, факт. -
6 αφηγεομαι
ион. ἀπηγέομαι1) идти впереди, тж. вести, предводительствовать(ἀγέλης Arst.; ἑκατοστύος Plut.)
οἱ ἀφηγούμενοι Xen. — авангард2) руководить, управлять(ἀποικίας Arst.; πολιτείας Diod.)
3) повествовать, излагать, рассказывать(πᾶν τὸ γεγονός Her.; τάδε Eur.)
τὸ ἀπηγημένον Her. — сказанное -
7 βεβαιώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) уверять, заверять (в чём-л.);σας βεβαιώνω ότι... — уверяю вас, что...;
2) подтверждать, удосто- верять;τα καταγγελλόμενα — подтверждать обвинение;βεβαιώνω τό γνήσιο της υπογραφής — заверять, удостоверять подпись;
βεβαιώνω τό γεγονός — подтверждать факт;
3) устанавливать, определять (налоги, доходы);1) — уверяться, убеждаться;βεβαιώνομαι [-ούμαι]
2) подтверждаться, удостоверяться;τα βεβαιωθέντα κέρδη — установленные прибыли (зарегистрированные государством)
-
8 διαπιστώνω
[-ώ (ο)] μετ. констатировать, устанавливать (истину, ситуацию и т. п.); подтверждать;τό γεγονός — констатировать факт;πράγματι διαπιστώθηκε ότι... — действительно установлено, что...
-
9 δυσάρεστος
η, ο [ος, ον ] неприятный, противный; досадный;είναι δυσάρεστοςο — неприятно, досадно;
δυσάρεστοςο γεγονός — досадный случай;
δυσάρεστοςη θέση — неприятное положение
-
10 εξαιρετικές
η, ό[ν] исключительный; необыкновенный; чрезвычайный; экстраординарный;εξαιρετικέςή καλοσύνη — исключительная доброта;
εξαιρετικέςή ανάγκη — колоссальная потребность;
εξαιρετικέςή ευκαιρία ( — или περίσταση) — исключительный случай;
επιστήμονας — выдающийся учёный;εξαιρετικές άνθρωπος — прекрасный, превосходный человек;
εξαιρετικέςο γεγονός — выдающееся событие;
εξαιρετικέςή αυστηρότητα — чрезмерная жестокость;
εξαιρετικέςή επιτυχία — чрезвычайный успех
-
11 επίσημος
η, ο [ος, ον ]1) официальный;επίσημο πρόσωπο — официальное лицо;
επίσημη δήλωση — официальное заявление;
επίσημο υφός — официальный тон;
2) торжественный, праздничный, парадный;επίσημη στιγμή (δεξίωση) — торжественный момент (приём);
επίσημον ένδυμα — парадная форма;
3) важный, авторитетный;επίσημος ξένος — почётный, гость;
4) замечательный, выдающийся, знаменитый;επίσημον γεγονός — выдающееся событие
-
12 θλιβερός
-
13 ιστορικός
-
14 μεγάλος
η, ο 1.1) большой, крупный;μεγάλη επιχείρηση — крупное предприятие;
οι μπότες μού είναι μεγάλες — сапоги мне велики;
μεγάλο πράμα — большое дело;
2) великий; крупный, выдающийся;μεγάλος φιλόσοφος — крупный философ;
οι μεγάλες δυνάμεις — великие державы;
μεγάλοι άνδρες — великие люди;
αυτός έγινε μεγάλος — он стал большим человеком;
η μεγάλη εποχή τρύ Περικλή — великая эпоха Перикла;
3) большой, важный, значительный;μεγάλο γεγονός — важное событие;
μεγάλες δυσκολίες — серьёзные трудности;
μεγάλες επιτυχίες — крупные успехи;
μεγάλη προσωπικότητα — важная личность, персона, высокопоставленное лицо;
προς μεγάλη (μου) έκπληξη (λύπη) — к великому (моему) удивлению (огорчению);
4) старший; взрослый;μεγάλη κόρη — старшая дочь;
μεγάλες τάξεις — старшие классы;
τώρα είσαι μεγάλος — теперь ты взрослый;
5) пожилой, немолодой;μεγάλης ηλικίας — пожилой;
μην τον βλέπεις πού είναι καλοστεκάμενος, είναι μεγάλ — он не так уж молод, как выглядит;
6) высокий, высокого роста;7) большой, многочисленный;μεγάλη φαμίλια — большая семья;
§ μεγάλα λόγια — а) громкие слова; — б) пустые обещания;
μεγάλος φίλος — большой друг;
μεγάλο πρόσωπο — шутл, (важная) персона, вельможа;
μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;
με τούς μικρούς μικρός, με τούς μεγάλους μεγάλος — у него ко всем подход есть, он со всеми умеет держать себя;
τον έφαγε η μεγάλη ιδέα ирон. — он стал жертвой «великой идеи», мании величия;
τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов, большая рыба пожирает маленькую;
μεγάλр καράβι μεγάλη φουρτούνα — погов, большому кораблю большое плавание;
μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πείς — посл, ешь пирог с грибами, да держи язык за зубами;
2. (οί) вершители судеб; сильные мира сего -
15 μέγας
-
16 τετελεσμένος
η, ο[ν]1) оконченный; завершённый; 2) совершившийся;τετελεσμένο γεγονός — совершившийся факт
-
17 τυχαίος
См. также в других словарях:
γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… … Dictionary of Greek
γεγονός — το 1. περιστατικό, συμβάν: Μας συγκλόνισε ένα δυσάρεστο γεγονός. 2. η πραγματικότητα, η αλήθεια: Είναι γεγονός ότι ηττηθήκαμε επειδή δεν αγωνιστήκαμε με ενθουσιασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεγονός — γίγνομαι come into a new state of being perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek